Εκατόνταρχος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένας εκατόνταρχος (λατινικά: centurio, πληθ.: centuriones) ήταν μία θέση στον ρωμαϊκό στρατό κατά την κλασική αρχαιότητα. Ονομαστικά ήταν ο διοικητής μίας εκατονταρχίας (λατινικά: centuria), μίας στρατιωτικής μονάδας περίπου 80 λεγεωνάριων. Σε μία ρωμαϊκή λεγεώνα, οι εκατονταρχίες ομαδοποιούντο σε κοόρτεις και διοικούντο από τον ανώτερο εκατόνταρχο. Η πρώτη κοόρτη ήταν η πιο σημαίνουσα: είχε επικεφαλής τον primus pilus (της πρώτης γραμμής), τον ανώτερο εκατόνταρχο στην κοόρτη και τον τέταρτο αρχηγό της λεγεώνας, που ήταν επόμενος στη σειρά προαγωγής ως praefectus Castrorum (έπαρχος τού Στρατοπέδου), και ο primus ordines (πρώτος στα παραγγέλματα), που ήταν οι εκατόνταρχοι της πρώτης κοόρτης.
Το σύμβολο τού αξιώματος ενός εκατόνταρχου ήταν μία ράβδος από άμπελο, με την οποία πειθαρχούσαν ακόμη και τους Ρωμαίους πολίτες, οι οποίοι κατά τα άλλα προστατεύονταν νομικά από τη σωματική τιμωρία από τους Πορκιανούς Νόμους. Οι εκατόνταρχοι υπηρετούσαν επίσης στο ρωμαϊκό ναυτικό. Μετά τις Μαριανές μεταρρυθμίσεις τού Γάιου Μάριου το 107 π.Χ., οι εκατόνταρχοι ήταν επαγγελματίες αξιωματικοί. Στην Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, οι εκατόνταρχοι τού βυζαντινού στρατού ήταν γνωστοί και με το όνομα κένταρχοι (ή κεντάρχες). [1]