Κτίσμα (αρχαιολογία)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο κτίσμα στην αρχαιολογία εννοείται το αρχιτεκτονικό κατάλοιπο. Στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιλαμβάνονται κατοικίες, εργαστήρια, ανάκτορα, δημόσια κτίρια, ναοί, μνημειακά ή άλλα ταφικά οικοδομήματα. Αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία πολιτισμική συμπεριφορά. Όταν δεν αναγνωρίζονται από υπαρκτές τοιχοποιίες, δηλαδή λιθοδομές ή τοίχους κατασκευασμένους από ωμές πλίνθους, τα κτίσματα αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της ανασκαφής από περιγράμματα δαπέδων, από τα ίχνη των τάφρων θεμελίωσης, ή από πασσαλότρυπες, όταν τα οργανικά υλικά που περιείχαν έχουν αποσυντεθεί. Άλλου είδους κατασκευές, συμπληρώνουν την εικόνα και επιτρέπουν τη δημιουργία υποθέσεων για την ολοκληρωμένη μορφή του κτίσματος.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |