Πομακική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η πομακική (βουλγαρικά: помашки) είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας. Η διάλεκτος αυτή χρησιμοποιείται στην οροσειρά της Ροδόπης, στη Βουλγαρία, από Βούλγαρους Χριστιανούς και από Βούλγαρους Μουσουλμάνους. Αυτή η διάλεκτος έχει το δικό της λεξικό και χρησιμοποιεί τα κυριλλικά γράμματα ως αλφάβητο της.[1] Γλωσσολογικά ανήκει στην οικογένεια των Νοτιοσλαβικών γλωσσών και ειδικότερα στην ομάδα των Βουλγαρο-σλαβικών.
Πομακικά | |
---|---|
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
|
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Σε καμία χώρα |
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα | Βουλγαρία (προστατευόμενη) Ελλάδα (ομιλείται μόνο στην Θράκη) Τουρκία (αμφισβητείται) |
SIL | Μη καταχωρημένη |
Η γλώσσα των Πομάκων αναφέρεται ως παλαιοσλαβική (αλλιώς, αρχαία βουλγαρική ή εκκλησιαστική σλαβική), με πολλές τουρκικές λέξεις, λόγω της τουρκικής παρουσίας στα Βαλκάνια. Η γλώσσα αυτή αντιπροσωπεύει την πρώτη γραπτή φιλολογική μορφή σλαβικής γλώσσας και με τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της βρίσκεται πολύ κοντά στην κοινή σλαβική ή πρωτοσλαβική (στη γλώσσα δηλαδή εκείνη που αποκαθίσταται υποθετικά βάσει της σύγκρισης των παραδεδομένων σλαβικών γλωσσών.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για Πομακικές διαλέκτους,[2] παρατηρείται όμως ότι στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης έχει επηρεασθεί από την Τουρκική, ενώ αντίθετα στο δυτικό τμήμα της από τη Βουλγαρική, ενώ πάμπολλες είναι οι ελληνικές λέξεις.[3] Ομιλείται στην περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης και στην Τουρκία, στην περιοχή της Αδριανούπολης και τις υπόλοιπες δυτικές επαρχίες της Τουρκίας. Η Πομακική διάλεκτος που ομιλείται στην Ελλάδα θεωρείται γλωσσολογικά κοντινή στην Βουλγαρική γλώσσα.