Αλφρέδο Ντι Στέφανο
Αργεντινός ποδοσφαιριστής και προπονητής / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο (ισπανικά: Alfredo Di Stéfano, προφέρεται: [alˈfɾeðo ði (e)sˈtefano], 4 Ιουλίου 1926 – 7 Ιουλίου 2014) ήταν Αργεντινός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους και πιο πλήρεις ποδοσφαιριστές όλων των εποχών,[1][2][3][4][5] ενώ μερικοί τον χαρακτηρίζουν ως τον κορυφαίο όλων.[6][7] Στις εκλογές της IFFHS για την ανάδειξη των καλύτερων του 20ού αιώνα κατέλαβε την τέταρτη θέση,[8] ενώ την ίδια θέση κατέλαβε σε ειδική ψηφοφορία του περιοδικού France Football, ανάμεσα στους νικητές της Χρυσής Μπάλας το 1999.[9] Η FIFA τον έχει αναγνωρίσει ως έναν από τους τέσσερις κορυφαίους των 100 χρόνων της μαζί με τους Πελέ, Ντιέγκο Μαραντόνα και Γιόχαν Κρόιφ.[10][11] Το 2000 στην ψηφοφορία της «FIFA Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού «FIFA Magazine» για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα ο Ντι Στέφανο ήρθε δεύτερος, πίσω μόνο από τον Πελέ.[12]
Με τη Ρίβερ Πλέιτ | ||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Αλφρέδο Στέφανο Ντι Στέφανο Λαουλέ | |||||||||
Ημερ. γέννησης | 4 Ιουλίου 1926 | |||||||||
Τόπος γέννησης | Μπουένος Άιρες, Αργεντινή | |||||||||
Ημερ. θανάτου | 7 Ιουλίου 2014 (88 ετών) | |||||||||
Τόπος θανάτου | Μαδρίτη, Ισπανία | |||||||||
Ύψος | 1,78 μ. | |||||||||
Θέση | Επιθετικός | |||||||||
Νούμερο φανέλας | 9 | |||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1944–1949 | Ρίβερ Πλέιτ | 66 | (49) | |||||||
1946 | Ουρακάν | 24 | (10) | |||||||
1949–1953 | Μιγιονάριος | 102 | (90) | |||||||
1953–1964 | Ρεάλ Μαδρίτης | 282 | (216) | |||||||
1964–1966 | ΡΚΝ Εσπανιόλ | 47 | (11) | |||||||
Σύνολο | 521 | (376) | ||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1947 | Αργεντινή | 6 | (6) | |||||||
1949 | Κολομβία | 4 | (0) | |||||||
1957–1961 | Ισπανία | 31 | (23) | |||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||
1967– 1968 | Έλτσε ΚΦ | |||||||||
1969– 1970 | Μπόκα Τζούνιορς | |||||||||
1970–1974 | Βαλένθια ΚΦ | |||||||||
1974 | Σπόρτινγκ Λισαβόνας | |||||||||
1975–1976 | Ράγιο Βαγιεκάνο | |||||||||
1976–1977 | Κλουμπ Ντεπορτίβο Καστεγιόν | |||||||||
1979–1980 | Βαλένθια ΚΦ | |||||||||
1981–1982 | Ρίβερ Πλέιτ | |||||||||
1982–1984 | Ρεάλ Μαδρίτης | |||||||||
1985 | Μπόκα Τζούνιορς | |||||||||
1986–1988 | Βαλένθια ΚΦ | |||||||||
1990–1991 | Ρεάλ Μαδρίτης | |||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ξεκίνησε την καριέρα του στην πατρίδα του και γνώρισε εγχώρια και διεθνή καταξίωση ήδη πρωτού κλείσει τα 22 του χρόνια. Οι συνθήκες τον οδήγησαν στην Κολομβία), όπου σημείωσε ανάλογη επιτυχία και να αναδείχθηκε σε ποδοσφαιρικό αστέρα με τον ευφυή και δημιουργικό τρόπο παιχνιδιού του και τα πολυάριθμα γκολ του. Η σημαντικότερη όμως στιγμή στην πορεία του ήρθε με την περιπετειώδη μεταγραφή του στην Ευρώπη καταλήγοντας στη Ρεάλ Μαδρίτης, μία μετακίνηση που άλλαξε τον ρου του παγκοσμίου ποδοσφαίρου με τη δημιουργία γύρω από αυτόν της πιο επιτυχημένης (σε επίπεδο συλλόγων) ομάδας όλων των εποχών, της Di Stéfano's Madrid.[13][14][15] Με την ομάδα της ισπανικής πρωτεύουσας κατέκτησε 18 επίσημους τίτλους στα 11 χρόνια που αγωνίστηκε, μεταξύ των οποίων πέντε συνεχόμενων τίτλων του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης και του πρώτου Διηπειρωτικού Κυπέλλου.[16][17] Το 1998 η FIFA τον εξέλεξε στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.[18][19]
Ο τρόπος που αγωνιζόταν θα μπορούσε δίκαια να τον εμφανίσει στις λίστες των κορυφαίων όλων των εποχών σε πολλές διαφορετικές θέσεις. Οι περισσότεροι τον ταξινομούσαν ως επιθετικό, ένα παίκτη ευκαιριών και ηγέτη των επιθέσεων, άλλοι ως πρωταγωνιστή του άξονα του γηπέδου σε κατά μέτωπο επιθέσεις, αλλά και ικανό να ανακόψει τις αντεπιθέσεις αντιπάλων σε μια εποχή που τα φυσικά προσόντα είχαν λιγότερη σημασία στον τρόπο λειτουργίας του αθλήματος, σε κάθε όμως περίπτωση ήταν ένας πρωτοπόρος στη εποχή του.[20][21][22] Η γαλλική αθλητική εφημερίδα L'Équipe τον χαρακτήρισε ως L'Omnipresente («Ο πανταχού παρών») λόγω της ικανότητάς του να επηρεάσει το παιχνίδι από οπουδήποτε στο γήπεδο.[23] Ήταν το έμβλημα μιας κρίσιμης εποχής μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που το ποδόσφαιρο άρχισε να αναπτύσσεται για να γίνει μεγάλη υπόθεση ψυχαγωγίας, τοποθετώντας τα αστέρια του σε όλο και πιο ψηλά βάθρα, με το Ντι Στέφανο να αφήνει βαριά κληρονομιά στο άθλημα. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας ακολούθησε επιτυχημένη καριέρα προπονητή.[3]