Γομαλάκα
From Wikipedia, the free encyclopedia
H γομαλάκα, ή σελάκη (αγγλ. shellac)[1], είναι φυσική ρητίνη που εκκρίνεται από το θηλυκό έντομο Lac του είδους Kerria lacca σε δένδρα των δασών της Ινδίας και της Ταϊλάνδης.
Αφού επεξεργαστεί κατάλληλα, η σελάκη πωλείται σε στερεά μορφή, π.χ. ξηρές νιφάδες, ενώ διαλύεται εύκολα σε αιθυλική αλκοόλη για να προετοιμαστεί ως υγρή σελάκη. Χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, γλάσο σε τρόφιμα και ως υλικό φινιρίσματος σε ξύλο. Δρα ως σκληρό φυσικό αστάρι, σφραγιστικό επιφανειών, σφραγιστικό ταννινών, σφραγιστικό οσμών και βαφών και επίσης ως βερνίκι υψηλής γυαλάδας. Στο παρελθόν, η σελάκη χρησιμοποιήθηκε σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καθώς έχει πολύ καλές ιδιότητες ηλεκτρομόνωσης όπως και υγρομόνωσης, μη επιτρέποντας την είσοδο της υγρασίας. Επίσης κατά το παρελθόν, φωνόγραφοι και δίσκοι γραμμοφώνου (των 78 στροφών) φτιαχνόταν με χρήση της σελάκης, ωστόσο, μετά το 1948, αυτοί αντικαταστάθηκαν από τους δίσκους βινυλίου μακράς διάρκειας.[2]
Μέχρι τον 19ο αιώνα, τα περισσότερα φινιρίσματα ήταν βασισμένα με έλαια ή κεριά, η έλευση της γομαλάκας στην αγορά της Δύσης είχε ως αποτέλεσμα να τα αντικαταστήσει όλα πλήρως. Ωστόσο, αυτό κράτησε μέχρι τις δεκαετίες 1920 και 1930, διότι τότε η φυσική γομαλάκα αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις λάκες με βάση την νιτροκυτταρίνη, γνωστές στο εμπόριο ως (συνθετικές) λάκες.