Ηπαρίνη
παρεντερικό αντιπηκτικό φάρμακο με ταχεία δράση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ηπαρίνη είναι οργανική χημική ένωση (μία γλυκοζαμινογλυκάνη) που αποτελεί φυσικό αντιθρομβωτικό φάρμακο.[1] Χρησιμοποιείται σε ενέσιμη μορφή για την πρόληψη και θεραπεία φλεβικών θρομβώσεων και της πνευμονικής εμβολής.[1] Χορηγείται επίσης ως μέρος της αγωγής για το έμφραγμα του μυοκαρδίου και της ασταθούς στηθάγχης.[1]
Συχνές παρενέργειες της χορηγήσεως ηπαρίνης είναι οι αιμορραγίες και η ηπαρινοεπαγόμενη θρομβοκυτταροπενία.[1] Μεγαλύτερη προσοχή χρειάζεται σε ανθρώπους με νεφρική ανεπάρκεια.[1] Από την άλλη, η ηπαρίνη φαίνεται να είναι ασφαλής για χορήγηση σε εγκύους και θηλάζουσες γυναίκες.[2]
Η φυσική δράση της ηπαρίνης στον υγιή οργανισμό δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί. Η ουσία αποθηκεύεται συνήθως μέσα στα εκκριτικά κοκκία των μαστοκυττάρων του αίματος και απελευθερώνεται στο αίμα μόνο σε σημεία τραυματισμού των ιστών. Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι ο κύριος ρόλος της ηπαρίνης δεν είναι αντιθρομβωτικός, αλλά η άμυνα σε τέτοιες περιοχές εναντίον των εισβαλλόντων βακτηρίων και άλλων ξένων προς το σώμα παραγόντων.[3] Εκτός από τον ανθρώπινο οργανισμό, η ηπαρίνη ανιχνεύεται σε αρκετά διαφορετικά ζωικά είδη, ακόμα και σε κάποια ασπόνδυλα που δεν διαθέτουν παρόμοιο σύστημα για τη θρόμβωση του αίματος.
Από χημική άποψη, η ηπαρίνη έχει την υψηλότερη πυκνότητα ηλεκτρικού φορτίου από οποιοδήποτε άλλο βιομόριο.[4] Στη φύση η ηπαρίνη είναι πολυμερισμένη με διάφορα μήκη μοριακής αλυσίδας. Η «ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους» (Low-Molecular-Weight Heparin, LMWH) έχει υποστεί τεμαχισμό των μακρών αλυσίδων με σκοπό η φαρμακοδυναμική της να γίνει περισσότερο προβλέψιμη.
Η ηπαρίνη περιέχεται στον Κατάλογο Βασικών Φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο οποίος περιέχει τις σημαντικότερες φαρμακευτικές ουσίες που χρειάζονται σε ένα βασικό σύστημα υγείας.[5]