Θειόλες
οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια (τουλάχιστον) υδροθειομάδα (-SH), συνδεμένη με άτομο άνθρακα και εφόσον η υδροθειομάδα είναι η κύρια χαρα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην Οργανική Χημεία ως θειόλες αναφέρονται οι οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια (τουλάχιστον) υδροθειομάδα (-SH), συνδεμένη με άτομο άνθρακα και εφόσον η υδροθειομάδα είναι η κύρια χαρακτηριστική ομάδα της ένωσης. Έτσι, π.χ. το 2-υδροθειοπροπανικό οξύ (CH3CH(SH)COOH), που περιέχει υδροθειομάδα, δεν θεωρείται θειόλη, αλλά καρβοξυλικό οξύ (και πιο συγκεκριμένα υδροθειοξύ), διότι η κύρια χαρακτηριστική του ομάδα είναι το καρβοξύλιο (-COOH).
Ως χαρακτηριστική ομάδα, το υδρόθειο έπεται για χαρακτηρισμό ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα του καρβοξυλίου (-COOH), των άλλων όξινων ομάδων, όπως της σουλφοξυομάδας (-SO3H), των εστερομάδων, των αμιδομάδων, των αλακυλομάδων, του νιτριλίου (-CN), του καρβονυλίου (>CO) και αντίστοιχων ομάδων που περιέχουν άλλα στοιχεία και πολλαπλούς δεσμούς ταυτόχρονα και του υδροξυλίου (-ΟΗ). Προηγείται όμως όλων των υπόλοιπων χαρακτηριστικών ομάδων.
Πρόκειται για μια κατηγορία οργανικών ενώσεων του θείου. Οι θειόλες θεωρούνται ότι είναι τα θειούχα ανάλογα των αλκοολών. Άλλωστε και ετυμολογικά η λέξη «θειόλη», προέρχεται από το πρόθεμα «θείο» και την κατάληξη «όλη», και σύμφωνα με τη χημική ορολογία σημαίνει «αλκοόλη που περιέχει θείο αντί οξυγόνου.».
Πολλές θειόλες έχουν έντονες οσμές που θυμίζουν αυτή του σκόρδου. Οι θειόλες (συνήθως η μεθανοθειόλη) χρησιμοποιούνται ως οσμοθετικές ενώσεις, δηλαδή ενώσεις που προστίθενται σε άοσμες ενώσεις ή μίγματα, όπως το υγραέριο, το φυσικό αέριο ή το φωταέριο, ώστε η χαρακτηριστική οσμή να προειδοποιεί για τυχόν υπάρχουσα διαρροή, και να αποφεύγονται έτσι, κατά το δυνατό, τα σχετικά ατυχήματα.
Επίσης οι θειόλες αναφέρονται συχνά και με την ονομασία μερκαπτάνες[1][2]. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική έκφραση «mercurium captans», που σημαίνει «συλλαμβάνοντας υδράργυρο»[3], γιατί οι θειόλες έχουν την τάση να παράγουν παράγωγα με ενώσεις του υδραργύρου[4].