Θερινή ώρα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η θερινή ώρα (αγγλικά: Daylight Saving Time, 'DST', μτφ: Ώρα Οικονομίας Ηλιακού Φωτός) είναι η αλλαγή της ώρας που ένα κράτος διαλέγει να υιοθετήσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του έτους. Η αλλαγή αυτή γενικά είναι κατά μία ώρα μπροστά από την ηλιακή ώρα. Βασίζεται σε ένα σύστημα που σκοπό έχει την καλύτερη αξιοποίηση του φωτός της ημέρας για εξοικονόμηση ενέργειας. Σε Ελλάδα και Ευρώπη, η θερινή ώρα εφαρμόζεται την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, για 7 μήνες, και η χειμερινή (ή ηλιακή ώρα) ξεκινάει την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, με εφαρμογή για 5 μήνες.
Σήμερα το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού που χρησιμοποιεί την εναλλαγή ώρας αποτελεί μειοψηφία, καθώς σχεδόν όλες οι Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες δεν συμμετέχουν. Άλλες την έχουν καταργήσει ή σχεδιάζουν την κατάργηση του μέτρου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να σταματήσει την εναλλαγή ώρας το 2021, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε κράτος-μέλος να επιλέξει ανεξάρτητα τη μονιμοποίηση της θερινής ή τη χειμερινής ώρας.[1][2] Στην Ελλάδα η σχετική διαβούλευση αναβλήθηκε επ' αόριστον καθώς συνέπεσε με την υγειονομική κρίση του κορωνοϊού.