Κήρυκας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Κήρυκας στην αρχαιότητα ονομαζόταν ο επίσημος αγγελιοφόρος που μετέφερε μηνύματα προς άλλα κράτη, αλλά και ο, τρόπον τινά, δημόσιος υπάλληλος ή αυλικός που ανακοίνωνε δημοσίως τις εξαγγελίες της κυβέρνησης ή του ηγεμόνα προς το λαό. Συχνά μετείχε, μόνον με την παρουσία του και σπανίως ενεργά, στην επιβολή του νόμου και σε δικαστικές διαδικασίες. Στην Ελλάδα οι κήρυκες ανήκαν συνήθως στον ιερατικό κλάδο και μετείχαν επίσης σε θρησκευτικές τελετουργίες, κάτι που δεν ίσχυε για όλους τους αρχαίους πολιτισμούς. Οι κήρυκες είχαν γενικά ποικίλες ιδιότητες και αρμοδιότητες, ανάλογα με τη χώρα και την εποχή στην οποία ζούσαν: άλλες από αυτές αντιστοιχούν στων σημερινών κληρικών ή στων κατώτερων διπλωματικών αλλά και δικαστικών υπαλλήλων, ενώ άλλες στων τελεταρχών μεγάλων διοργανώσεων ή και στων απλών αυλικών. Ως τελετάρχες και αυλικοί διατήρησαν το ρόλο τους και κατά το Μεσαίωνα. Ο όρος (herald) σήμερα επιβιώνει ως λειτούργημα κυρίως στις αγγλοσαξονικά κράτη. Οι λέξεις preacher, marchal και poursuivants που συχνά χρησιμοποιούνται ως μετάφραση του αρχαίου όρου, δεν αποδίδουν πιστά το ρόλο του κήρυκα στην αρχαία Ελλάδα, Μεσοποταμία, Περσία και Ρώμη.