Κοπροφαγία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κοπροφαγία προέρχεται από τις λέξεις των Αρχαίων Ελληνικών «κόπρος», δηλαδή κόπρανα και «φαγεῖν», απαράμφετο του «ἔφαγον» και ουσιαστικά σημαίνει η κατανάλωση/βρώση κοπράνων. Η κοπροφραγία συναντάται σε είδη που τρώνε άλλων ειδών τα κόπρανα (ετεροειδή) ή σε είδη που τρώνε τα δικά τους κόπρανα, εκ των οποίων κάποια τα τρώνε απευθείας από τον πρωκτό τους.[1]
Η κοπροφαγία συντάται και στο ανθρώπινο είδος και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται για αυτούς από τα τέλη του 19ου αιώνα, για να περιγραφεί μια ψυχική νόσος ή, ακόμα, και σεξουαλικές πράξεις,[2] με τις πιο γνωστές πρακτικές να είναι το rimming και το felching[3], όπου οι ερωτικοί παρτενέρ χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους στην περιοχή εκεί, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν μέρη κοπράνων.[4]
Σε κάποια ζώα, η κοπροφαγία, θεωρείται φυσιολογική πρακτική, ειδικότερα στα λαγόμορφα, στα οποία τα βοηθά να χωνεύουν σκληρά φυτά, όπου επανέρχονται στο πεμπτικό τους σύστημα με αυτόν τον τρόπο.[5] Υπάρχουν και είδη, που θα φάνε κόπρανα ευκαιριακά και υπό προϋποθέσεις.