Λείψανο
απομεινάρι θρησκευτικού αντικειμένου που διατηρείται για λόγους λατρείας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Λείψανο, στη θρησκεία, είναι ένα αντικείμενο θρησκευτικής σημασίας ή το νεκρό σώμα, ιδίως ενός Αγίου που απέμεινε από το παρελθόν.[1] Συνήθως αποτελείται από τα φυσικά λείψανα ή τα προσωπικά αντικείμενα ενός αγίου ή άλλου προσώπου που διατηρούνται για λόγους προσκυνήματος ως απτό μνημείο. Τα λείψανα είναι μια σημαντική πτυχή ορισμένων μορφών Βουδισμού, Χριστιανισμού, Ισλαμισμού, Σαμανισμού, και πολλών άλλων θρησκειών. Λείψανο προέρχεται από το λατινικό reliquiae, που σημαίνει "παραμένει", και μια μορφή του λατινικού ρήματος relinquere, "αφήνω πίσω ή εγκαταλείπω". Η Λειψανοθήκη είναι ένα ιερό αντικείμενο που φιλοξενεί ένα ή περισσότερα θρησκευτικά κειμήλια.