Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1962
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1962 ήταν η 7η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου και διεξήχθη στη Χιλή από τις 30 Μαΐου μέχρι τις 17 Ιουνίου. Είναι η διοργάνωση που πέρασε στην ιστορία σαν η πιο αντιαθλητική. Χαρακτηρίστηκε το "Παγκόσμιο Κύπελλο της... μεγάλης σφαγής". Τον τίτλο κατέκτησε η Βραζιλία, που νίκησε στον τελικό την Τσεχοσλοβακία με 3-1.[1]
Campeonato Mundial de Fútbol - Copa Jules Rimet Chile 1962 (Ισπανικά) | |
---|---|
Επίσημo λογότυπο | |
Πληροφορίες | |
Χώρα | Χιλή |
Διοργανωτής | FIFA |
Ημερομηνίες | 30 Μαΐου 1962 |
Τερματισμός | 17 Ιουνίου 1962 |
Στάδια | 4 |
Κατάταξη | |
Πρώτη θέση | Βραζιλία (2ος τίτλος) |
Δεύτερη θέση | Τσεχοσλοβακία |
Τρίτη θέση | Χιλή |
Τέταρτη θέση | Γιουγκοσλαβία |
Στατιστικά | |
Πρώτος σκόρερ | Φλόριαν Άλμπερτ (4), Βαβά (4), Γκαρίντσα (4), Ντράζαν Γιέρκοβιτς (4), Βαλεντίν Ιβανόφ (4), Λεονέλ Σάντσες (4) |
Καλ. παίκτης | Γκαρίντσα |
Καλ. νεαρότερος παίκτης | Φλόριαν Άλμπερτ |
Πολυμέσα σχετικά με τη διοργάνωση |
Αλλά η διοργάνωση σημαδεύτηκε από τη βιαιότητα, τα επεισόδια, τους αντιαθλητικούς ποδοσφαιριστές και τους κακούς διαιτητές, που αδυνατούσαν να προστατεύσουν τους αθλητές. Δεκατρείς παίκτες τραυματίστηκαν σοβαρά και χειρουργήθηκαν. Θύμα των αντιαθλητικών ενεργειών έπεσε και ο μεγάλος Πελέ, που έπαιξε μόνο σε δύο αγώνες: με το Μεξικό (η Βραζιλία νίκησε με 2-0 και ο Πελέ σημείωσε ένα γκολ και έδωσε μια ασίστ[2]) και με την Τσεχοσλοβακία στην Α' φάση (0-0).[3][4][5] Η εθνική Βραζιλίας δεν διέφερε αξιοσημείωτα από την ομάδα που είχε εντυπωσιάσει το 1958. Τα βασικά της στελέχη όπως οι Ντίντι, Γκαρίντσα, Βαβά, Νίλτον Σάντος, Ντζάλμα Σάντος ήταν και πάλι παρόντες, οι μόνοι που είχαν αλλάξει ήταν οι δύο κεντρικοί αμυντικοί και έτσι η ομάδα ήταν από την αρχή το φαβορί.[6][7] Ο Πελέ αγωνίστηκε στα δύο πρώτα παιχνίδια, σημείωσε ένα γκολ, αλλά τραυματίστηκε και τη θέση του πήρε ο Αμαριλίντο, ο οποίος είχε πολύ καλή απόδοση.[8][9]
Η διοργανώτρια Χιλή πραγματοποίησε εντυπωσιακή πορεία, που ανακόπηκε στις 13 Ιουνίου 1962 στον ημιτελικό από τη Βραζιλία, από την οποία ηττήθηκε παρουσία 80.000 θεατών, με 2-4. Η Χιλή, βασιζόμενη στην θερμή υποστήριξη του φανατικού κοινού της, κατόρθωσε να κατακτήσει την τρίτη θέση, νικώντας, στις 16 Ιουνίου, στον μικρό τελικό τη Γιουγκοσλαβία 1-0, με γκολ του Ρόχας στο 90ό λεπτό. Παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του χιλιανού ποδοσφαίρου.[1] Πρωτύτερα, είχε επικρατήσει της Ιταλίας με 2-0 στον χειρότερο και πιο βίαιο αγώνα στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων.[10][11]
Στο Κύπελλο αυτό σημειώθηκαν 89 τέρματα από 54 παίκτες, εμφανώς λιγότερα από όλες τις προηγούμενες διοργανώσεις, λόγω της σταδιακής ανάπτυξης των αμυντικογενών συστημάτων στο άθλημα και της συνεπαγόμενης μείωσης του αριθμού τερμάτων που σημειώνονταν. Τα περισσότερα σημειώθηκαν στον αγώνα Ε.Σ.Σ.Δ. - Κολομβίας 4-4.[12] Με συνολικά 32 αγώνες, ο μέσος όρος ήταν 2,78 γκολ ανά αγώνα και μάλιστα ήταν η πρώτη φορά που ο μέσος όρος όλων των αγώνων της διοργάνωσης έπεσε κάτω από τα τρία γκολ, κάτι που συνεχίζεται από τότε διαρκώς και μέχρι σήμερα, καθώς σε καμία μεταγενέστερη διοργάνωση δεν επετεύχθη μέσος όρος που να άγγιξε έστω τα 3 γκολ.
Ένας παίκτης, που μικρός έπασχε από πολιομυελίτιδα, ήταν η μορφή του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Χιλής: ο Βραζιλιάνος Γκαρίντσα,[13] που αποκλήθηκε «Η ντρίμπλα του Θεού». Το μικρό ελάττωμα που έμεινε στο δεξί του πόδι τού χάρισε το προνόμιο της εκπληκτικής ντρίμπλας, μίας από τις εντυπωσιακότερες στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Εκτός του τίτλου του πρωταθλητή, ήταν πολυτιμότερος παίκτης και ανάμεσα στους έξι πρώτους σκόρερ που μοιράστηκαν τον τίτλο, επιτυγχάνοντας το αρνητικό ρεκόρ των τεσσάρων μόλις γκολ ο καθένας. Ο Γκαρίντσα ήταν ο πρώτος από τους τρεις μόνο ποδοσφαιριστές στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που έχουν καταφέρει το τριπλό αυτό επίτευγμά. Η νίκη της Βραζιλίας έκλεισε τον κύκλο της ομάδας που πρωταγωνίστησε στα δύο τελευταία Παγκόσμια Κύπελλα, για πολλούς μια από τις καλύτερες και πιο ταλαντούχες ομάδες όλων των εποχών.[14] Παρά τους τραυματισμούς και τις αντιαθλητικές ενέργειες, μόνο έξι παίκτες αποβλήθηκαν. Καταλογίστηκαν οκτώ πέναλτι. Κόπηκαν 893.172 εισιτήρια (μέσος όρος 27.912 ανά αγώνα).[15]