Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ανδρών 1945-1946
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Πανελλήνιο πρωτάθλημα 1945-46 ήταν η 13η διεξαγωγή του θεσμού από την ίδρυση το 1926 της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) και το πρώτο μεταπολεμικό. Σε αντίθεση με το τελευταίο πριν τον Β' ΠΠ (1939-40), μετείχαν αποκλειστικά σύλλογοι από τις τρεις ιδρυτικές της Ενώσεις ΕΠΣ Αθηνών, ΕΠΣ Πειραιώς, ΕΠΣ Μακεδονίας (στην ουσία Θεσσαλονίκης) και μάλιστα μόνον οι πρωταθλητές τους. Πραγματοποιήθηκε σε διπλές συναντήσεις και διάστημα ενός μήνα (30 Μαΐου-30 Ιουνίου 1946), με νικητής να αναδεικνύεται ο Άρης για τρίτη φορά στη διοργάνωση και τελευταία της ιστορίας του.
Περίοδος | 1945-46 | ||
---|---|---|---|
Πρωταθλήτρια ομάδα | Άρης | ||
Στατιστικά | |||
Πρώτος σκόρερ | Κλεάνθης Βικελίδης (3 γκολ) | ||
← 1944–45 1946–47 → |
Η ΑΕΚ, με δεδομένη την πίεση χρόνου για έναρξη του Πανελλήνιου, ορίστηκε να μετάσχει λόγω καλύτερης αναλογίας (συντελεστή) τερμάτων από τον Αστέρα Αθηνών, καθώς η ΕΠΣΑ υποχρεώθηκε από την ΕΠΟ να διακόψει το αθηναϊκό πρωτάθλημα 7 αγωνιστικές πριν τη λήξη του. Στην κατάταξη ακολουθούσαν οι Παναθηναϊκός, Φωστήρ Ταύρου και Πανιώνιος Σμύρνης, διατηρώντας περισσότερες ή λιγότερες πιθανότητες για κατάκτηση του τίτλου και άρα να προκριθούν εκείνοι αντί της ΑΕΚ. Το ίδιο συνέβη στο αντίστοιχο της ΕΠΣΠ, αλλά με ματαίωση ενός μόλις αγώνα και μαθηματικά εξασφαλισμένη την κατάληψη της κορυφής από τον Ολυμπιακό Πειραιώς.
Με την ολοκλήρωση και των 6 αναμετρήσεων, την πρώτη θέση της βαθμολογίας κατείχε ο Άρης. Στη συνέχεια όμως η Ομοσπονδία έκανε δεκτές τις ενστάσεις των αντιπάλων του για αντικανονική χρησιμοποίηση του σέντερ χαφ Σιώτη (αγωνίστηκε σε δύο σωματεία την ίδια περίοδο),[1] κατακυρώνοντας με αποτέλεσμα 2-0 υπέρ τους, τους τελευταίους 3 από τους 4 αγώνες του (ισοπαλία εκτός έδρας με ΑΕΚ και νίκες εντός επί ΟΣΦΠ, ΑΕΚ),[2] ενώ παράλληλα μηδένισε το σύλλογο της βόρειας Ελλάδας για αυτά.[3] Επί κάποιες ημέρες η κατάταξη είχε διαμορφωθεί:
με ανακήρυξη της Ένωσης ως πρωταθλήτριας από την ΕΠΟ και τους Θεσσαλονικείς να φέρνουν –μέσω της ΕΠΣΜ– το ζήτημα στη γενική της συνέλευση.[4] Τελικά, δικαιώθηκαν στην έφεση που είχαν υποβάλει και κατέκτησαν εκείνοι τον τίτλο.