Πλαστικό
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος πλαστικό είναι κοινή ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρεία ποικιλία συνθετικών ή ημισυνθετικών οργανικών στερεών υλικών. Τα πλαστικά είναι σχεδόν αποκλειστικά πολυμερή μεγάλου μοριακού βάρους, εξού και η ονομασία πολλών εξ αυτών φέρει το πρόθεμα πολυ- και που μπορεί να περιέχουν πρόσθετα, οργανικά ή μη, για βελτίωση των ιδιοτήτων τους (μηχανική αντοχή, εμφάνιση, χρώμα κλπ). Κύριο συστατικό παρασκευής τους είναι οι συνθετικές ρητίνες που διακρίνονται σε εποξειδικές και ακρυλικές.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |