Ραδιοαστρονομία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ραδιοαστρονομία είναι κλάδος της Αστροφυσικής που μελετά ουράνια σώματα στα ραδιοκύματα. Η αρχική ανίχνευση των ραδιοκυμάτων από αστρονομική πηγή έγινε στη δεκαετία του 1930, όταν ο Καρλ Τζάνσκυ παρατήρησε την ακτινοβολία που προέρχεται από το Γαλαξία μας.[1] Οι επόμενες παρατηρήσεις εντόπισαν πολλές διαφορετικές αστρονομικές πηγές εκπομπής ραδιοκυμάτων. Αυτές περιλαμβάνουν αστέρια και οι γαλαξίες, καθώς και νέες κατηγορίες, όπως είναι οι ραδιογαλαξίες, τα κβάζαρ, τα πάλσαρ και τα μέιζερ. Η ανακάλυψη της Κοσμικής Μικροκυματικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου (Cosmic Microwave Background, CMB), η οποία αποτέλεσε αδιάσειστο στοιχείο για την ύπαρξη της Μεγάλης Έκρηξης, έγινε μέσω της ραδιοαστρονομίας.
Η Ραδιοαστρονομία χρησιμοποιεί κεραίες ειδικών επιστημονικών προδιαγραφών για παρατήρηση που ονομάζονται ραδιοτηλεσκόπια. Τα ραδιοτηλεσκόπια μπορούν να παρατηρήσουν την ημέρα, τη νύκτα, με σύννεφα, βροχή, σε συνθήκες ομίχλης, και χιονιού. Τα ραδιοτηλεσκόπια έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη ανάλογα με την επιστημονική παρατήρηση που επιδιώκεται. Με τη μορφή παραβολοειδούς κατόπτρου ("πιάτο") συμπαγούς ή μη, ένα ραδιοτηλεσκόπιο χρησιμοποιείται μεμονωμένα (single dish observations) ή σε τεχνολογικά προηγμένη διασύνδεση με πολλά ραδιοτηλεσκόπια ίδιου τύπου χρησιμοποιώντας την τεχνική της ράδιο-συμβολομετρίας (VLBI technique). Τα επιμέρους ραδιοτηλεσκόπια μπορούν και να είναι σε διαφορετικές χώρες, ή ακόμα και ηπείρους στο ίδιο ημισφαίριο. Mε τη χρήση της συμβολομετρίας επιτυγχάνονται παρατηρήσεις μεγάλης διακριτικής ικανότητας και ευαισθησίας και με τον τρόπο αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε και πιο βαθιά στο σύμπαν και από ένα διαστημικό οπτικό τηλεσκόπιο. Η διακριτική ικανότητα του συμβολομέτρου (interferometer) καθορίζεται από την απόσταση μεταξύ των γεωγραφικά πιο απομακρυσμένων ραδιοτηλεσκοπίων - συνιστωσών του.