Τσίπριαν Νόρβιντ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τσίπριαν Κάμιλ Νόρβιντ (πολωνικά: Cyprian Kamil Norwid), γνωστός και ως Τσίπριαν Κονστάντι Νόρβιντ (Cyprian Konstanty Norwid) (24 Σεπτεμβρίου 1821 – 23 Μαΐου 1883), ήταν εθνικά αναγνωρισμένος Πολωνός ποιητής, δραματουργός, ζωγράφος και γλύπτης. Γεννήθηκε στο χωριό Λασκόβο-Γκουούχι της Μασοβίας κοντά στη Βαρσοβία. Ένας από τους μητρικούς του προγόνους ήταν ο Πολωνός βασιλιάς Γιαν Γ΄ Σομπιέσκι.[14]
Τσίπριαν Νόρβιντ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Cyprian Kamil Norwid (Πολωνικά) |
Γέννηση | 24 Σεπτεμβρίου 1821[1][2][3] Głuchy[4] |
Θάνατος | 23 Μαΐου 1883[1][2][3] Παρίσι[5][6][4] |
Αιτία θανάτου | φυματίωση |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Καθεδρικός Ναός της Κρακοβίας |
Χώρα πολιτογράφησης | Πολωνία[7] Γαλλία[8][9] |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά[2][10] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής[11][12] ζωγράφος[11][12] γλύπτης[12] συγγραφέας[12] θεατρικός συγγραφέας[12] καλλιτέχνης γραφικών τεχνών[12] |
Περίοδος ακμής | 1841[13] - 1883[13] |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Λούντβικ Νόρβιντ Paulina Suska |
Οικογένεια | d:Q124532150 |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Ο Νόρβιντ θεωρείται ένας από τη δεύτερη γενιά ρομαντικών . Έγραψε πολλά γνωστά ποιήματα, όπως τα Fortepian Szopena («Το πιάνο του Σοπέν»), Moja piosnka [II] («Το τραγούδι μου [II]») και Bema pamięci żałobny-rapsod (Νεκρική ραψωδία στη μνήμη του Στρατηγού Μπεμ). Ο Νόρβιντ έζησε μια τραγική και συχνά φτωχή ζωή (κάποτε έπρεπε να ζήσει σε μια κρύπτη νεκροταφείου). Βίωνε αυξανόμενα προβλήματα υγείας, ανεκπλήρωτη αγάπη, σκληρές κριτικές και αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση. Έζησε στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ιδιαίτερα στο Λονδίνο και στο Παρίσι, όπου και πέθανε.
Το πρωτότυπο και μη κομφορμιστικό στυλ του Νόρβιντ δεν εκτιμήθηκε στη διάρκεια της ζωής του και εν μέρει λόγω αυτού του γεγονότος, αποκλείστηκε από την υψηλή κοινωνία. Το έργο του ανακαλύφθηκε ξανά και εκτιμήθηκε μόνο από το καλλιτεχνικό κίνημα «Νέα Πολωνία» στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους τέσσερις σημαντικότερους Πολωνούς ρομαντικούς ποιητές. Άλλοι ιστορικοί της λογοτεχνίας, ωστόσο, το θεωρούν αυτό μια υπεραπλούστευση και θεωρούν ότι το ύφος του είναι πιο χαρακτηριστικό του κλασικισμού και του παρνασσισμού.