Υγροσκοπία
Υγροσκοπία είναι το φαινόμενο της λήψης και διατήρησης μορίων νερού από το περιβάλλον, συνήθως σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. / From Wikipedia, the free encyclopedia
Υγροσκοπία είναι το φαινόμενο της λήψης και διατήρησης μορίων νερού από το περιβάλλον, συνήθως σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με προσρόφηση είτε με απορρόφηση με την απορροφούμενη ή προσροφούμενη ουσία να αλλάζει κάπως από φυσική άποψη. Αυτό μπορεί να συμβεί με αύξηση στον όγκο, το σημείο βρασμού, το ιξώδες ή άλλα φυσικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες της ουσίας, επειδή τα μόρια του νερού μπορούν να αιωρούνται μεταξύ των μορίων της ουσίας.
Οι υγροσκοπικές ουσίες περιλαμβάνουν ίνες κυτταρίνης (όπως βαμβάκι και χαρτί), ζάχαρη, καραμέλα, μέλι, γλυκερίνη, αιθανόλη, μεθανόλη, θειικό οξύ, πολλά χημικά λιπάσματα, πολλά άλατα (συμπεριλαμβανομένου του επιτραπέζιου αλατιού) και ένα ευρύ φάσμα άλλων ουσιών.[1]
Ο χλωριούχος ψευδάργυρος και το χλωριούχο ασβέστιο, καθώς και το υδροξείδιο του καλίου και το υδροξείδιο του νατρίου (και πολλά άλλα άλατα), είναι τόσο υγροσκοπικά που διαλύονται αμέσως στο νερό που απορροφούν. Το θειικό οξύ δεν είναι υγροσκοπικό μόνο στην πυκνή μορφή του, αλλά τα διαλύματά του είναι υγροσκοπικά μέχρι και 10 % κατ' όγκο ή και πιο κάτω. Ένα υγροσκοπικό υλικό τείνει να γίνει υγρό και πηχτό όταν εκτίθεται σε υγρό αέρα (όπως το αλάτι μέσα σε αναδευτήρες αλάτων κατά τη διάρκεια υγρού καιρού).
Λόγω της συγγένειας τους με την ατμοσφαιρική υγρασία, τα υγροσκοπικά υλικά μπορεί να χρειάζονται αποθήκευση σε σφραγισμένα δοχεία. Όταν προστίθενται ουσίες στα τρόφιμα ή σε άλλα υλικά με σκοπό τη διατήρηση της περιεχόμενης υγρασίας, αυτές οι ουσίες ονομάζονται υγροσκοπικές ουσίες ή υγροποιητές (humectants).
Υλικά και ενώσεις επιδεικνύουν διαφορετικές υγροσκοπικές ιδιότητες και αυτή η διαφορά μπορεί να οδηγήσει σε επιβλαβή αποτελέσματα, όπως συγκέντρωση τάσεων σε σύνθετα υλικά. Ο όγκος ενός συγκεκριμένου υλικού ή ένωσης επηρεάζεται από την περιβαλλοντική υγρασία και μπορεί να θεωρηθεί ως ο συντελεστής της υγροσκοπικής μεταβολής του (CHE ή CME ή CHC).
Οι διαφορές στην υγρασία μπορούν να παρατηρηθούν συχνά στα εξώφυλλα των πλαστικοποιημένων βιβλίων, όπου σε μια ξαφνική αλλαγή της περιβαλλοντικής υγρασίας το εξώφυλλο του βιβλίου κάμπτεται προς τα έξω ως προς το υπόλοιπο βιβλίο. Η μη πλαστικοποιημένη πλευρά του εξώφυλλου απορροφά περισσότερη υγρασία από την πλαστικοποιημένη πλευρά και αυξάνεται σε εμβαδόν, προκαλώντας μια τάση που καμπυλώνει το εξώφυλλο προς την πλαστικοποιημένη πλευρά. Αυτό είναι παρόμοιο με τη λειτουργία του διμεταλλικού ελάσματος στο θερμοστάτη. Φτηνά υγρόμετρα με δίσκο χρησιμοποιούν αυτήν την αρχή χρησιμοποιώντας ένα συσπειρωμένο έλασμα. Η υγρασιοδιάλυση (Deliquescence) είναι η διεργασία κατά την οποία μια ουσία απορροφά υγρασία από την ατμόσφαιρα μέχρι να διαλυθεί στο απορροφούμενο νερό και να σχηματίσει διάλυμα. Η υγρασιοδιάλυση συμβαίνει όταν η τάση ατμών του διαλύματος που σχηματίζεται είναι μικρότερη από τη μερική πίεση των ατμών του νερού στον αέρα.
Το φαινόμενο είναι διαφορετικό από την τριχοειδή έλξη, μια διεργασία όπου το γυαλί ή άλλες στερεές ουσίες έλκουν το νερό, αλλά δεν μεταβάλλονται στη διεργασία (π.χ., τα μόρια του νερού δεν αιωρούνται μεταξύ των μορίων του γυαλιού), αν και κάποιες παρόμοιες δυνάμεις επεμβαίνουν εδώ.
Η παρόμοια ακουστικά λέξη υδροσκοπικός δεν σχετίζεται με τη λέξη υγροσκοπικός. Ένα υδροσκόπιο είναι μια οπτική συσκευή που χρησιμοποιείται για παρατηρήσεις βαθιά κάτω από το νερό.