Υιός του Ανθρώπου (Χριστιανισμός)
Χριστιανική ορολογία / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Υιός του ανθρώπου είναι μια έκφραση, που αναφέρει ο ίδιος ο Ιησούς στα χριστιανικά κείμενα, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελίων, των Πράξεων των Αποστόλων και του Βιβλίου της Αποκάλυψης. Η σημασία της έκφρασης είναι αμφιλεγόμενη. Η ερμηνεία της χρήσης του «Υιού του ανθρώπου» στην Καινή Διαθήκη παρέμεινε μία πρόκληση και μετά από 150 χρόνια συζήτησης δεν έχει προκύψει συναίνεση για το θέμα μεταξύ των μελετητών.[1][2]
Η έκφραση «ο Υιός του ανθρώπου» εμφανίζεται 81 φορές στο ελληνικό κείμενο των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων και χρησιμοποιείται μόνο στα λόγια του Ιησού.[3] Η εβραϊκή έκφραση «Υιός του ανθρώπου» (בן–אדם δηλ. μπεν άνταμ) εμφανίζεται επίσης στην Τορά πάνω από εκατό φορές.[4]
Η χρήση του οριστικού άρθρου στο «ο Υιός του ανθρώπου» στα Κοινά ελληνιστικά των χριστιανικών ευαγγελίων είναι πρωτότυπη και πριν από τη χρήση του εκεί, δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση του σε κανένα από τα σωζόμενα ελληνικά έγγραφα της αρχαιότητας. Ο Γκέζα Βέρμες έχει δηλώσει ότι η χρήση του «Υιού του ανθρώπου» στα χριστιανικά ευαγγέλια δεν σχετίζεται με τις χρήσεις της Εβραϊκής Τορά.[5]
Για αιώνες, η χριστολογική προοπτική για τον Υιό του ανθρώπου («άνθρωπος» αναφέρεται στον Αδάμ) θεωρείται ως μία πιθανή αντίστοιχη έκφραση με εκείνη του Υιού του Θεού και ακριβώς όπως ο Υιός του Θεού επιβεβαιώνει τη θεότητα του Ιησού, σε ορισμένες περιπτώσεις ο Υιός του ανθρώπου επιβεβαιώνει την ανθρώπινη φύση του.[6] Η αναφορά του Ιησού ως Υιού του Θεού ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο των χριστιανικών πεποιθήσεων από την Αποστολική εποχή, και ενώ ορισμένοι δεν πιστεύουν ότι η ομολογία του Χριστού ως Υιού του ανθρώπου ήταν απαραίτητη για τους Χριστιανούς, η ανακήρυξη του Ιησού ως Υιού του ανθρώπου ήταν ένα άρθρο πίστεως στον Χριστιανισμό τουλάχιστον από το Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας, που αναφέρει ότι: «με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος ενσαρκώθηκε από την Παναγία και έγινε άνθρωπος». Το ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος ήταν τόσο σημαντικό, που ήταν το μείζον θέμα, που συζητήθηκε στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας όπου συζητήθηκε η αίρεση του μονοφυσιτισμού. Οι μονοφυσίτες θεωρούσαν ότι ο Χριστός είχε μια ενιαία φύση, που ήταν μια ανάμειξη των δύο, του Θεού και του Ανθρώπου, ενώ η Ορθόδοξη Καθολική θέση υποστήριζε ότι ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ταυτόχρονα. Αυτές οι θέσεις στο Σύμβολο της Πίστεως της συνόδου της Νίκαιας, και το πρωταρχικό θέμα της Συνόδου της Χαλκηδόνας, δείχνουν τη σημασία της πρώιμης χριστιανικής πίστης στη φύση του Ιησού ως Θεού και ανθρώπου, τόσο πολύ που η πίστη στις δύο φύσεις θα μπορούσε να μειωθεί σε μία τρίτη, αναμεμειγμένη, φύση, που θεωρήθηκε αίρεση.