Αλκαλοειδή
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη χημεία, τα αλκαλοειδή αποτελούν κατηγορία οργανικών ενώσεων που απαντώνται στη φύση και περιέχουν είτε ένα άτομο ή λίγα άτομα αζώτου. Πρόκειται για αλκαλικές στην πλειονότητα ουσίες, αν και υπάρχουν και αλκαλοειδή τα οποία είναι ουδέτερα ή ελαφρώς όξινα.[1] Τα κύρια δομικά στοιχεία τους είναι άτομα άνθρακα, οξυγόνου και αζώτου, ενώ σπανιότερα περιέχουν θείο, χλώριο, βρώμιο και φωσφόρο.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τα αλκαλοειδή εντοπίζονται σε φυτά (π.χ. στα μηκωνοειδή), βακτήρια, μύκητες και ζώα και μπορούν να εκπλυθούν με όξινη εκχύλιση. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως λόγω του πλήθους των φαρμακολογικών τους δράσεων όπως η ανθελονοσιακή (κινίνη), αντιασθματική (εφεδρίνη), αγγειοδιασταλτική (βινκαμίνη), αναλγητική (μορφίνη) αντιυπεργυκαιμική (πιπερίνη), αντιβακτηριακή (χελερυθρίνη). Ορισμένα αλκαλοειδή έχουν ψυχοτρόπες (ψιλοκυβίνη) ή διεγερτικές ιδιότητες (κοκαΐνη, καφεΐνη, νικοτίνη, θειοβρωμίνη) και έχουν χρησιμοποιηθεί ως ναρκωτικά ή παραισθησιογόνα. Αρκετά από τα αλκαλοειδή είναι τοξικά (στρυχνίνη, ατροπίνη).[2]
Τα αλκαλοειδή ταξινομούνται επιμέρους, ανάλογα του συντακτικού τύπου τους και με βάση τη φύση και τον αριθμό των πυρήνων τους, (δακτύλιοι ατόμων), καθώς και με τους υποκαταστάτες που συνδέουν αυτούς σε: πυριδίνες, πυρρολιδίνες, τροπάνια, πυρρολιζιδίνες, πουρίνες*, κινολίνες, ισοκινολίνες, ινδόλια, τερπενοειδή και στεροειδή.
Η ταξινόμηση των πουρινών στα αλκαλοειδή αμφισβητείται λόγω των ιδιαίτερων βιοχημικών τους ρόλων.
Στην Ιατρική, τα αλκαλοειδή ταξινομούνται ανάλογα με τη φυσιολογική τους δράση σε: δηλητήρια αλκαλοειδή, ναρκωτικά, αναλγητικά, καρδιοτονωτικά, διεγερτικά αναπνευστικού, αγγειοσυσταλτικά, τοπικά αναισθητικά, μυοχαλαρωτικά και ψυχεδελικά.