Αντίδραση αποσύνθεσης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αντιδράσεις αποσύνθεσης ή αντιδράσεις διάσπασης είναι εκείνες στις οποίες μια χημική ένωση διασπάται στα χημικά στοιχεία που την αποτελούν (αυτές συγκεκριμένα ονομάζονται αντιδράσεις ολικής αποσύνθεσης), ή και γενικότερα σε δύο (τουλάχιστον) απλούστερες χημικές ουσίες (αυτές συγκεκριμένα ονομάζονται αντιδράσεις αποικοδόμησης). Πολλές φορές οι αντιδράσεις διάσπασης ορίζονται ως ακριβώς αντίθετες από τις αντιδράσεις σύνθεσης.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συχνά οι αντιδράσεις αποσύνθεσης είναι ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Γενικά, η σταθερότητα κάθε χημικής ένωσης είναι ουσιαστικά περιορισμένη, όταν εκτίθεται σε (σχετικά πάντα) ακραίες περιβαντολλογικές συνθήκες, όπως θερμότητα, ακτινοβολία, υγρασία, οξύτητα ή αλκαλικότητα διαλύτη. Οι λεπτομέρειες των διεργασιών αποσύνθεσης δεν είναι πάντα καλά καθορισμένες και κατανοητές, ούτε πάντα πλήρως ελεγχόμενες, καθώς ένα μόριο μπορεί (συχνά) να διασπαστεί σε μια ποικιλία μικρότερων θραυσμάτων, το καθένα με τη δική του σταθερότητα και γενικότερα χημική δραστικότητα. Οι αντιδράσεις διάσπασης αξιοποιούνται συχνά σε αρκετές αναλυτικές τεχνικές, με πιο αξιοσημείωτες τη φασματοσκοπία μάζας, την παραδοσιακή βαρυμετρική ανάλυση και τη θερμοβαρυτική ανάλυση.
Σύμφωνα με έναν ευρύτερο ορισμό, ο όρος διάσπαση μπορεί επίσης να συμπεριλαμβάνει και τη διάσπαση μιας φάσης σε δύο ή περισσότερες φάσεις.[2]
Υπάρχουν τρεις (3) μεγάλες κατηγορίες αντιδράσεων διάσπασης:[3]
- Θερμική διάσπαση ή θερμόλυση.
- Ηλεκτρολυτική διάσπαση ή ηλεκτρόλυση.
- Καταλυτική διάσπαση.
Υπάρχουν και οι αυθόρμητες διασπάσεις, δηλαδή αυτές που γίνονται χωρίς εξωτερικό ερέθισμα, όπως είναι π.χ. η διάσπαση του υπεροξειδίου του υδρογόνου σε νερό και οξυγόνο, αλλά αυτές οι αντιδράσεις αποσύνθεσης είναι (σχετικά) σπάνιες.