Ενδώνυμο - εξώνυμο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ενδώνυμα ονομάζονται στη γλωσσολογία τα ονόματα, με τα οποία ένας λαός αποκαλεί τον εαυτό του, το κράτος του και τα μέρη όπου ζει. Εξώνυμα ονομάζονται τα αντίστοιχα ονόματα που χρησιμοποιούνται σε μια ξένη γλώσσα, όταν αυτά δεν ταυτίζονται με τα ενδώνυμα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το Βικιλεξικό έχει σχετικό λήμμα: ενδώνυμο |
Το Βικιλεξικό έχει σχετικό λήμμα: εξώνυμο |
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα εξώνυμο διαφέρει πλήρως από το αντίστοιχο ενδώνυμο, όπως π.χ. στους Ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τέτοια ή παρόμοια ονομασία για τους εαυτούς τους. Συνηθέστερα όμως, τα εξώνυμα παράγονται από φωνητική - μορφολογική προσαρμογή ενδωνύμων, είτε των τρεχόντων ή παλαιών που δεν χρησιμοποιούνται πια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς διακρίνονται οι δύο όροι, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται για το ελληνικό κράτος:
- Το ενδώνυμο είναι Ελλάδα στη δημοτική ή Ελλάς στην καθαρεύουσα, αφού αυτό χρησιμοποιούν οι Έλληνες. Χρησιμοποιείται επίσης σε λίγες γλώσσες όπως η νορβηγική (Hellas) και η γλώσσα των Κόμι (Эллада).
- Σε πολλές γλώσσες, χρησιμοποιούνται ονόματα που παράγονται από τη λατινική ρίζα «Graec-» (ισπανικά και ιταλικά Grecia, γαλλικά Grèce, αγγλικά Greece, γερμανικά Griechenland, πολωνικά Grecja) ή την τουρκική «Yunan-» (τουρκικά Yunanistan, ουζμπεκικά Yunoniston, ινδονησιακά Yunani). Όλα αυτά είναι εξώνυμα, ασχέτως εάν στην πραγματικότητα οι ρίζες προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ενδώνυμα Γραικοί και Ίωνες αντίστοιχα.