Καντάτα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η καντάτα (ιτ. Cantata, γερμ. Kantate, από το ιταλικό cantare: τραγουδώ) είναι είδος μουσικής φωνητικής σύνθεσης, θρησκευτικού ή κοσμικού περιεχομένου, με οργανική ή ορχηστρική συνοδεία. Οι καντάτες αποτελούνται από αρκετά μουσικά μέρη (ή κινήσεις), ενώ συχνή είναι η χρήση της χορωδίας. Συχνή είναι και η χρήση μεμονωμένων τραγουδιστών (σόλο) χωρίς ωστόσο να είναι επιβεβλημένη. Η δε γλώσσα των κειμένων που χρησιμοποιείται στις καντάτες είναι τόσο τα λατινικά, όσο και η καθομιλουμένη.
Η σημασία του όρου δεν είναι ταυτόσημη σε όλες τις εποχές της κλασικής μουσικής: στην Ιταλία του 17ου αιώνα ήταν αντίστοιχη στο μονοφωνικό μαδριγάλι, ενώ αργότερα διαχωρίστηκε στους υπότυπους καντάτα δωματίου (cantata da camera) και εκκλησιαστική καντάτα (cantata da chiesa). Έφτασε την ακμή της κατά την περίοδο του μπαρόκ, με κύριο εκπρόσωπο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος έγραψε πάνω από 200. Την κλασική εποχή της μουσικής παραμερίστηκε, δίνοντας τα ηνία σε άλλα είδη μουσικής, ωστόσο, αρκετοί ρομαντικοί συνθέτες όπως ο Ρόμπερτ Σούμαν και ο Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι, επανέφεραν την καντάτα στο προσκήνιο.