Καντονέζικη γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Καντονέζικη γλώσσα είναι ποικιλία των Κινεζικών που ομιλείται στην πόλη της Κουανγκτσόου (ιστορικά γνωστή ως Καντώνα) και τη γύρω περιοχή στη νοτιοανατολική Κίνα. Είναι η παραδοσιακή ποικιλία κύρους και το τυποποιημένο πρότυπο των κινεζικών Γιούε, μία από τις κύριες υποομάδες των κινεζικών.
Στην ηπειρωτική Κίνα, είναι η lingua franca της επαρχίας Κουανγκτούνγκ (είναι η κύρια γλώσσα του Δέλτα του Ποταμού Περλ) και γειτονικών περιοχών όπως την Κουανγκσί. Είναι η κυρίαρχη και επίσημη γλώσσα του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο. Τα καντονέζικα είναι επίσης ευρέως διαδεδομένα μεταξύ των Υπερπόντιων Κινεζικών στην Νοτιοανατολική Ασία (κυρίως στο Βιετνάμ και τη Μαλαισία, καθώς και στη Σιγκαπούρη και τη Καμπότζη σε μικρότερο βαθμό) και σε όλο το Δυτικό κόσμο.
Ενώ ο όρος Καντονέζικα αναφέρεται στενά στη ποικιλία κύρους, συχνά χρησιμοποιείται με την ευρύτερη έννοια για το σύνολο της υποομάδας Γιούε των Κινεζικών, συμπεριλαμβανομένων των σχετιζόμενων αλλά σε μεγάλο βαθμό αμοιβαία ακατανόητων γλωσσών και διαλέκτους, όπως τα Ταϊσανέζικα. Όταν τα καντονέζικα και οι στενά σχετιζόμενες διάλεκτοι Γιουεχάι ταξινομούνται μαζί, υπάρχουν περίπου 80 εκατομμύρια ομιλητές.[1] Τα καντονέζικα θεωρούνται ως ζωτικό και αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας και των φυσικών ομιλητών σε μεγάλες περιοχές της νοτιοανατολικής Κίνας, το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο.
Αν και τα καντονέζικα μοιράζονται μερικό λεξιλόγιο με τα Μανδαρινικά, οι δύο ποικιλίες δεν είναι αμοιβαία κατανοητές εξαιτίας των τεράστιων διαφορών στην προφορά, τη γραμματική και το λεξιλόγιο. Η δομή της πρότασης, ιδίως η τοποθέτηση των ρημάτων μερικές φορές διαφέρει μεταξύ των δύο ποικιλιών. Μια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των καντονέζικων και της κινεζικής γλώσσας, είναι το πώς γράφεται η λέξη: "και οι δύο μπορεί να έχουν καταγραφεί αυτολεξεί, αλλά πολύ λίγοι ομιλητές είναι γνώστες του πλήρους Καντονέζικου γραπτού λεξιλογίου. Έτσι υιοθετείται μια μη-πλήρη επισημοποιημένη γραπτή μορφή, η οποία μοιάζει περισσότερο με τη γραπτή μορφή των Μανδαρινικών.[2][3] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κατάσταση στα οποία ένα κείμενο στα καντονέζικα και τα κινέζικα μπορεί να φαίνεται παρόμοιο, αλλά προφέρεται διαφορετικά. Επιπλέον, για την απαραίτητη πλήρη χρήση των βοηθητικών λέξεων, για παράδειγμα, σε διαδικτυακές συνομιλίες και καταγραφές συλλήψεων, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τους συγκεκριμένους νεολογιστικούς χαρακτήρες για την ίδια προφορά, η οποία υπακούει στο κανόνα δημιουργία της κινεζικής γλώσσας.