Κατάλογος πρωθυπουργών του Καναδά
κατάλογος εγχειρήματος Wikimedia / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πρωθυπουργός του Καναδά είναι ο επίσημος ανώτερος υπάλληλος που υπηρετεί ως ο κύριος Υπουργός του Στέμματος, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά συνέπεια Επικεφαλής της Κυβέρνησης του Καναδά. Επίσημα ο πρωθυπουργός διορίζεται από τον Γενικό Κυβερνήτη του Καναδά, αλλά σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις, ο πρωθυπουργός πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κανονικά, είναι ο ηγέτης του κοινοβουλευτικού κόμματος με τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών στη Βουλή, αλλά εάν ο ηγέτης δεν έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της Βουλής, ο Γενικός Κυβερνήτης μπορεί να διορίσει άλλον ηγέτη, που έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας ή μπορεί να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές. Σύμφωνα με την συνταγματική συνθήκη, ο πρωθυπουργός πρέπει να κατέχει έδρα στο κοινοβούλιο, και από τις αρχές του 20ου αιώνα, ειδικότερα στην εκλεγμένη Βουλή των Κοινοτήτων.[1]
Παραδόξως η θέση του δεν περιγράφεται σε κανένα άρθρο του Συντάγματος του Καναδά. Η εκτελεστική εξουσία τυπικά ανήκει στο κυρίαρχο και ασκείται στο όνομα του ή της Γενικού Κυβερνήτη. Η πρωθυπουργία είναι μέρος της παραδοσιακής συνταγματικής συνθήκης του Καναδά. Η θέση του αρχικά διαμορφώθηκε σύμφωνα με την κατάσταση που υπήρχε εκείνη την εποχή στη Βρετανία. Ο Σερ Τζον Α. Μακντόναλτ (Sir John A. Macdonald) ανέθεσε επισήμως στον Λόρδο Τσαρλς Μονκ (Charles Monck) στις 24 Μαΐου 1867 να σχηματίσει την πρώτη Καναδική Κυβέρνηση σύμφωνα με την Καναδική Συνομοσπονδία. Στη 1η Ιουλίου 1867, η 1η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ανέλαβε καθήκοντα.[2][3]
Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να θεωρείται πρωθυπουργός ή η στιγμή που έχει καθοριστεί να αποκαλείται πρωθυπουργός είναι από την στιγμή της λήψης του χαρτοφυλακίου, ενώ ορκωμοσία για την λήψη του γραφείου του πρωθυπουργού δεν απαιτείται.[4] Ωστόσο, αρχής γενομένης το 1957, ο νέος πρωθυπουργός άρχιζε να δίνει τον όρκο ως πρωθυπουργός και από το 2006 αυτή η παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα.[4] Πριν από το 1920, οι παραιτήσεις των πρωθυπουργών γίνονταν αμέσως δεκτές από τον Γενικό Κυβερνήτη και υπολογίζονταν ως η τελευταία ημέρα παράδοσης κάθε υπουργικής θέσης, η ημέρα αποβιώσεώς ή η ημέρα παραίτησής του πρωθυπουργού.[4] Από το 1920, ο απερχόμενος πρωθυπουργός παραιτείται επισήμως μόνο όταν η νέα κυβέρνηση είναι έτοιμη να σχηματιστεί. Η Ερμηνευτική Διάταξη του 1967 (Interpretation Act of 1967) ορίζει ότι όταν η θέση [του πρωθυπουργού] αρχίζει και τελειώνει μια συγκεκριμένη ημέρα, η εντολή αυτή θεωρείται ότι έχει ξεκινήσει ή έχει ολοκληρωθεί μετά το τέλος αυτής της ημέρας.[4] Παρά το γεγονός ότι, παραδοσιακά, ο απερχόμενος Πρωθυπουργός παραιτείται επισήμως μόνο λίγες ώρες πριν προσέλθει ο επόμενος πρωθυπουργός για να ορκιστεί, οι θέσεις ανταλλάσσονται στην πραγματικότητα τα μεσάνυχτα της προηγούμενης μέρας.[4] Σύμφωνα με κάποιες πηγές, συμπεριλαμβανομένου και του Κοινοβουλίου του Καναδά, η εφαρμογή αυτής της άτυπης συμφωνίας γίνεται ήδη από το 1917.[5]