Προσωρινή κράτηση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η προσωρινή κράτηση (παλαιότερα προφυλάκιση) είναι περιοριστικό μέτρο που επιβάλλεται σε έναν πολίτη κατηγορούμενο για έγκλημα κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, πριν από την διεξαγωγή της δίκης και την έκδοση δικαστικής απόφασης για την υπόθεση. Ρυθμίζεται από την Ποινική Δικονομία. Η προσωρινή κράτηση διατάσσεται από τον ανακριτή με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Με αυτό το προσωρινό μέτρο ο κατηγορούμενος οδηγείται σε ειδική φυλακή, τη φυλακή των υποδίκων, όπου και κρατείται μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από ποινικό δικαστήριο και την έκδοση οριστικής αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης. Η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να υπερβεί τους 12 μήνες για κακουργήματα και τους 6 για πλημμελήματα, και αν αυτό το διάστημα παρέλθει και δεν έχει διεξαχθεί ακόμη η δίκη, ο προσωρινά κρατούμενος πολίτης αποφυλακίζεται.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κατά το παρελθόν ονομαζόταν προφυλάκιση, όμως το 1981, με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Στάθη Αλεξανδρή, μετονομάστηκε σε προσωρινή κράτηση, για να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για τιμωρία αλλά για περιοριστικό όρο.