Σχίσμα
θρησκευτικός όρος / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λέξη σχίσμα (από το ρήμα σχίζω), σημαίνει τη διαίρεση ή τη διάσπαση, συνήθως σε μια οργάνωση. Σχισματικός είναι αυτός που είτε δημιουργεί ή υποκινεί το σχίσμα σε μια ομάδα είτε είναι μέλος μιας αποσχισμένης ομάδας. Σχισματικό ως επίθετο σημαίνει αυτό που αναφέρεται στο σχίσμα ή τα σχίσματα, ή σε εκείνες τις ιδέες, πολιτικές, κλπ. που θεωρούνται ότι οδηγούν προς ή προωθούν το σχίσμα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |