Ανοικτή θάλασσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ανοικτή θάλασσα (αγγ.: high seas) λέγεται η θαλάσσια έκταση πέρα από τα εσωτερικά ύδατα, την αιγιαλίτιδα ζώνη και την αποκλειστική οικονομική ζώνη, στην οποία δεν υφίσταται κυριαρχική εξουσία οποιασδήποτε χώρας και γι΄ αυτό είναι ελεύθερη η χρησιμοποίησή της από όλους, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών.[1] Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει ότι αυτή η θαλάσσια περιοχή θεωρείται «κοινή κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας» και είναι πέρα από κάθε εθνική δικαιοδοσία.[2] Ανεπίσημα χρησιμοποιείται ο όρος «διεθνή ύδατα», ο οποίος δεν είναι καθορισμένος στο διεθνές δίκαιο.[3]
Στην ανοικτή θάλασσα είναι ελεύθερη η ναυσιπλοΐα, η αλιεία, η υπέρπτηση, η τοποθέτηση υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών, καθώς και η επιστημονική έρευνα.[3] Σ΄ αυτή υπάρχει το δικαίωμα εξακρίβωσης της σημαίας των πλοίων "εν καιρώ πολέμου" - αστυνόμευσης καθώς και εποπτείας από πολεμικά πλοία των διαφόρων χωρών προς δίωξη διεθνών αδικημάτων, όπως πειρατεία κ.ά.[4]
Κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, στην ανοικτή θάλασσα τα πλοία αποτελούν προέκταση του εδάφους του κράτους του οποίου τη σημαία φέρουν.[5] Κατά δε το διεθνές αεροπορικό δίκαιο ο υπερκείμενος χώρος της ανοικτής θάλασσας ορίζεται ως διεθνής εναέριος χώρος το νομικό καθεστώς του οποίου διέπεται από την αρχή της ελεύθερης υπερπτήσης, με την επιφύλαξη τήρησης των κανονισμών του ICAO.
Η ανοικτή θάλασσα αποτελεί το 50% της επιφάνειας του πλανήτη και καλύπτει πάνω από τα δύο τρίτα του ωκεανού.[6] Οι έμβιοι πόροι, όπως τα ψάρια, είναι διαθέσιμοι για εκμετάλλευση από οποιοδήποτε σκάφος από οποιοδήποτε κράτος. Αν και η Σύμβαση δεν επιβάλλει περιορισμούς στην αλιεία στην ανοικτή θάλασσα, ενθαρρύνει την περιφερειακή συνεργασία για τη διατήρηση αυτών των πόρων και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους για τις μελλοντικές γενιές. Οι μη έμβιοι πόροι, που αναφέρονται στη Σύμβαση ως ορυκτά, αντιμετωπίζονται διαφορετικά, καθώς τα έργα εξόρυξης ορυκτών απαιτούν κεφάλαιο τόσο για την κατασκευή όσο και για τη διαχείριση. Για την επίβλεψη έργων εξόρυξης των ορυκτών, για να μην εμπλέκονται οι εθνικές αρχές, δημιουργήθηκε η Διεθνής Αρχή των Θαλάσσιων Βυθών.[2]