Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, (μερικές φορές αναφέρεται στα αγγλικά με το ακρωνύμιο SCOTUS)[2] είναι το ανώτατο δικαστήριο του ομοσπονδιακού δικαστικού σώματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ | |
---|---|
Supreme Court of the United States | |
Ιδρύθηκε | 4 Μαρτίου 1789, 230 χρόνια πριν[1] |
Χώρα | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Τοποθεσία | Ουάσινγκτον |
Συντεταγμένες | 38°53′26″N 77°00′16″W |
Μέθοδος διορισμού | Προεδρικός διορισμός με επιβεβαίωση της Γερουσίας |
Διάρκεια θητείας δικαστή | Ισόβια |
Αριθμός θέσεων | 9 |
Ιστοσελίδα | supremecourt.gov |
Αρχιδικαστής | |
Κάτοχος | Τζον Ρόμπερτς |
Από | 29 Σεπτεμβρίου 2005 |
Καθιερώθηκε με το Άρθρο 3 του Αμερικανικού Συντάγματος το 1789 και είχε αρχικά περιορισμένη δικαιοδοσία για ένα μικρό εύρος υποθέσεων, όπως θέματα μεταξύ πολιτειών, και εκείνα που έχουν σχέση με πρεσβευτές. Επίσης έχει δευτεροβάθμια και τελική δικαιοδοσία σε όλες τις υποθέσεις των ομοσπονδιακών δικαστηρίων και των δικαστηρίων των πολιτειών που συσχετίζονται με συνταγματικό ή θεσπισμένο νόμο.
Το Δικαστήριο έχει τη δύναμη του δικαστικού ελέγχου, την ικανότητα να ακυρώσει έναν νόμο για παραβίαση διάταξης του Συντάγματος ή να απορρίψει μια εκτελεστική πράξη ως αντισυνταγματική.[3] Ωστόσο, μπορεί να δράσει μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας νομικής υπόθεσης πάνω στην οποία έχει δικαιοδοσία. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει και για πολιτικές υποθέσεις, αλλά δεν έχει τη δύναμη να αποφασίσει για μη δικαιολογημένα πολιτικά ερωτήματα. Κάθε χρόνο συμφωνεί να ακούσει περίπου 100 με 150 από τις συνολικά 7.000 υποθέσεις που του ζητείται να εξετάσει.[3]
Σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο, το Δικαστήριο αποτελείται από τον Αρχιδικαστή των Ηνωμένων Πολιτειών και οκτώ δικαστές που διορίζονται από τον Πρόεδρο και επιβεβαιώνονται από την Γερουσία. Από τη στιγμή που διορίζονται οι δικαστές έχουν ισόβια θητεία εκτός και αν παραιτηθούν, αποσυρθούν ή απομακρυνθούν μέσω καταγγελίας από το νομοθετικό κλάδο.[4] Κάθε δικαστής έχει μονή ψήφο για υποθέσεις που έχουν συζητηθεί νωρίτερα. Η ψήφος του αρχιδικαστή μετράει το ίδιο. Ωστόσο, ο αρχιδικαστής, όταν είναι στην πλειοψηφία, αποφασίζει ποιος θα γράψει την απόφαση του δικαστηρίου. Ειδάλλως, ο γηραιότερος δικαστής της πλειοψηφίας αναθέτει την εγγραφή μιας απόφασης. Σε μοντέρνες ομιλίες, οι δικαστές συχνά κατηγορούνται πως έχουν συντηρητικές, μετριοπαθή ή φιλελεύθερες φιλοσοφίες νομικής και δικαστικής ερμηνείας. Παρότι η πλειοψηφία των σημαντικών υποθέσεων του παρελθόντος κρίθηκαν ομόφωνα, μερικές φορές άλλες έχουν αποφασιστεί με διαφορά μίας ψήφου, εκθέτοντας έτσι το ιδεολογικό προφίλ των δικαστών, κάτι που δίνει βάση στις κατηγορίες.
Το Δικαστήριο συνεδριάζει στο Δικαστικό Κτήριο στην Ουάσινγκτον.