Δερβίσης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο δερβίσης ή ντερβίς (προφέρεται \ˈdər-vish\) εννοείται κυριολεκτικά ο ζητιάνος, έτσι όπως τουλάχιστον απορρέει από τον περσικό όρο νταρβίς ή νταρβές (darvīsh, darvesh درويش), για τον θρησκευτικό επαίτη, που καθιερώθηκε στον ύστερο 16ο αιώνα στην Ανατολή[1]. Η ρίζα της λέξης -νταρ σημαίνει πόρτα υπονοώντας κυριολεκτικά εκείνον που πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα. Ανάμεσα στους θρησκευόμενους μουσουλμάνους, ο νταρβές ονομάζεται επίσης φακίρ, (faqı¯r), δηλαδή φτωχός, ιδιαίτερα στην Αραβία[2]. Από τεχνική άποψη ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για άτομα που δε συνδέονται με κάποιο ιδιαίτερο τάγμα και εκφράζουν την ποιότητα του περιπλανώμενου. Στη Β. Αφρική οι ντερβίς αναφέρονται κυρίως ως ικβάν, δηλαδή αδελφοί, (ikhwa¯n)[3].