Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας (ΛΔΟ, ουγγρικά: Magyar Népköztársaság) ήταν μονοκομματική σοσιαλιστική δημοκρατία από τις 20 Αυγούστου 1949[1] ως τις 23 Οκτωβρίου 1989.[2] Κυβερνών κόμμα ήταν το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, που τελούσε υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη της Μόσχας το 1944, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Ιωσήφ Στάλιν συμφώνησαν μετά τον πόλεμο η Ουγγαρία να συμπεριληφθεί στην Σοβιετική σφαίρα επιρροής.[3][4] Η ΛΔΟ επέζησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1989, όταν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έφεραν το τέλος της κομμουνιστικής εποχής στην Ουγγαρία.
Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | |||
---|---|---|---|
20 Αυγούστου 1949–23 Οκτωβρίου 1989 | |||
| |||
Χώρα | Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | ||
Πρωτεύουσα | Βουδαπέστη | ||
Γλώσσες | Ουγγρικά | ||
Πολίτευμα | μονοκομματικό πολιτικό σύστημα | ||
Έκταση | 93.030 km² | ||
Πληθυσμός | 10.397.959 (1989) | ||
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 47°0′0″N 19°0′0″E | ||
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Το κράτος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο της Δημοκρατίας των Συμβουλίων της Ουγγαρίας, που συγκροτήθηκε το 1919, ως το πρώτο κομμουνιστικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά την ίδρυση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (Ρωσική ΣΟΣΔ). Ορίστηκε λαϊκή δημοκρατία από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1940. Γεωγραφικά συνόρευε με τη Ρουμανία και την Σοβιετική Ένωση (μέσω της Ουκρανικής ΣΣΔ) (στα ανατολικά), με τη Γιουγκοσλαβία (στα νοτιοδυτικά), την Τσεχοσλοβακία (στα βόρεια) και την Αυστρία (στα δυτικά).
Οι Κομμουνιστές κατά τον ενάμισι χρόνο μετά τη Διάσκεψη της Μόσχας εδραίωσαν την εξουσία τους και εξουδετέρωσαν τα άλλα κόμματα. Αυτό κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1947, όταν οι Κομμουνιστές ανακοίνωσαν στους μη Κομμουνιστές εταίρους τους στην κυβέρνηση συνασπισμού ότι θα έπρεπε να συνεργαστούν με μια αναμορφωμένη κυβέρνηση συνασπισμού αν ήθελαν να παραμείνουν στη χώρα.[5] Τον Ιούνιο του 1948 οι Κομμουνιστές υποχρέωσαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να συγχωνευτεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα, σχηματίζοντας το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΟΣΕΚ, ουγγρικά: MDP). Ωστόσο οι λίγοι διαφωνούντες Σοσιαλδημοκράτες παραγκωνίστηκαν, κάνοντας το ΟΣΕΚ ένα μετονομασμένο και διευρυμένο κομμουνιστικό κόμμα. Στην συνέχεια, ο Ματίας Ράκοσι ανάγκασε τον Ζόλταν Τίλντι να παραδώσει την προεδρία στον πρώην σοσιαλδημοκράτη και πλέον κομμουνιστή Άρπαντ Σάκασιτς. Τον Δεκέμβριο, ο Λάγιος Ντίνιες αντικαταστάθηκε από τον ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος των Μικροϊδιοκτητών, Ιστβάν Ντόμπι. Η διαδικασία της εδραίωσης των κομμουνιστών ολοκληρώθηκε κατά το μάλλον ή 'ηττον με τις εκλογές του Μαΐου του 1949. Στους ψηφοφόρους δόθηκε ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο όπου παρουσιάζονταν τα ονόματα των από κοινού υποψήφιων κομμάτων. Στις 18 Αυγούστου, η νεοεκλεγείσα Εθνοσυνέλευση ψήφισε το νέο σύνταγμα, το οποίο ήταν σχεδόν μια πιστή αντιγραφή του αντίστοιχου Σοβιετικού. Όταν ψηφίστηκε και επίσημα στις 20 Αυγούστου, η χώρα μετονομάστηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας.
Η ίδια πολιτική δυναμική συνέχισε για χρόνια στην Ουγγαρία, με τη Σοβιετική Ένωση να πιέζει και να χειραγωγεί την ουγγρική πολιτική μέσω του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, παρεμβαίνοντας, όταν χρειαζόταν, μέσω στρατιωτικών εξαναγκασμών και μυστικών επιχειρήσεων. Ο Ράικ ονόμασε την μορφή διακυβέρνησης της Ουγγαρίας ως "δικτατορία του προλεταριάτου χωρίς τη Σοβιετική μορφή" η οποία είχε την ονομασία "λαϊκή δημοκρατία".[6] Η πολιτική καταπίεση και η οικονομική ύφεση οδήγησαν στην εθνική εξέγερση του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1956, γνωστή στην ιστοριογραφία ως Ουγγρική Επανάσταση του 1956. Η Επανάσταση ήταν η μεγαλύτερη ενιαία πράξη πολιτικής αντίστασης στο Ανατολικό Μπλοκ. Αφού αρχικά η ΕΣΣΔ άφησε την επανάσταση να αναπτυχθεί, ύστερα έστειλε χιλιάδες στρατιώτες και άρματα μάχης για να συντρίψουν την αντιπολίτευση, εγκαθιστώντας ένα νέο καθεστώς ελεγχόμενο από τη Σοβιετική κυβέρνηση υπό τον Γιάνος Κάνταρ, σκοτώνοντας χιλιάδες Ούγγρους και οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες άλλους στην εξορία. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η κυβέρνηση είχε χαλαρώσει πολύ τη γραμμή της, εφαρμόζοντας μια χωρίς προηγούμενο μορφή ημιφιλελεύθερου Κομμουνισμού, γνωστού ως "Κομμουνισμού του Γκούλας". Το κράτος επέτρεψε την πρόσβαση σε ορισμένα καταναλωτικά και πολιτιστικά προϊόντα της Δύσης, έδωσε στους Ούγγρους μεγαλύτερη ελευθερία να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και περιόρισε σημαντικά το μυστικό αστυνομικό κράτος. Αυτά τα μέτρα χάρισαν στην Ουγγαρία το προσωνύμιο του «πιο χαρούμενου στρατώνα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο» κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. [7]
Ένας από τους μακροβιότερους ηγέτες του 20ού αιώνα ο Γιάνος Κάνταρ αποσύρθηκε τελικά το 1988, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί πιεζόμενος από ακόμη πιο μεταρρυθμιστές πολιτικούς εν μέσω οικονομικής ύφεσης. Η Ουγγαρία παρέμεινε έτσι μέχρι το 1989, όταν ξέσπασε αναταραχή σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ, με αποκορύφωμα την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989) και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δύο χρόνια αργότερα, το 1991. Παρά το τέλος του κομμουνιστικού ελέγχου στην Ουγγαρία το σύνταγμα του 1949 παρέμεινε σε ισχύ με τροποποιήσεις που αντικατοπτρίζουν το καθεστώς της χώρας ως φιλελεύθερης δημοκρατίας. Την 1η Ιανουαρίου 2012 το σύνταγμα του 1949 αντικαταστάθηκε με νέο.