Βραβείο Τέμπλτον
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βραβείο Τέμπλτον (Templeton Prize) είναι ετήσιο βραβείο που απονέμεται σε φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται ακόμα στη ζωή και, κατά την εκτίμηση της κριτικής επιτροπής, «έχει συνεισφέρει εξαιρετικά στην επιβεβαίωση της πνευματικής διαστάσεως της ζωής, είτε μέσα από τη βαθιά αντίληψη, είτε μέσα από την ανακάλυψη, είτε μέσα από πρακτικά έργα». Θεσμοθετήθηκε από τον Τζων Τέμπλτον το 1972 και σήμερα (από το 1988) χρηματοδοτείται και απονέμεται από το «Ίδρυμα Τζων Τέμπλτον».[1]
Βραβείο Τέμπλτον | |
---|---|
Απονέμεται για | «Συνεισφορές στην επιβεβαίωση της πνευματικής διαστάσεως της ζωής» |
Χώρα | ΗΠΑ/διεθνές |
Απονέμεται από | Ίδρυμα Τζων Τέμπλτον |
Πρώτη απονομή | 1973 |
Ιστοσελίδα | templetonprize |
Το βραβείο απονεμόταν αρχικώς σε ανθρώπους της θρησκείας (η Μητέρα Τερέζα ήταν το πρώτο πρόσωπο που το έλαβε), αλλά από το 1980 και μετά συμπεριλαμβάνονται και άνθρωποι που εργάζονται στη σύνδεση φυσικών επιστημών και θρησκείας.[1] Ως το 2001 το πλήρες όνομα του βραβείου ήταν «Βραβείο Τέμπλτον για την πρόοδο στη θρησκεία», ενώ από το 2002 έως το 2008 ήταν «Βραβείο Τέμπλτον για την πρόοδο στην έρευνα ή ανακαλύψεις σχετικές με πνευματικές πραγματικότητες».[2][3] Χριστιανοί, Ινδουιστές, Ιουδαίοι, Βουδιστές και Μουσουλμάνοι έχουν διατελέσει μέλη της κριτικής επιτροπής και έχουν τιμηθεί με το Βραβείο.[4]
Το χρηματικό μέρος του Βραβείου ρυθμίζεται έτσι ώστε να υπερβαίνει αυτό του κάθε Βραβείου Νόμπελ: ο Τέμπλτον είχε τη γνώμη (κατά τον Economist) ότι «η πνευματικότητα αγνοείτο» στα Βραβεία Νόμπελ.[5] Π.χ. το 2019 το ποσό του Τέμπλτον ήταν 1,28 εκατομμύριο ευρώ.[6] Συνήθως το παρέδιδε στον βραβευμένο ο Δούκας του Εδιμβούργου σε τελετή στα Ανάκτορα του Μπάκινγκχαμ.[7]
Η εφημερίδα The Washington Post έχει αποκαλέσει το Βραβείο Τέμπλτον «το υψηλότερου κύρους βραβείο που σχετίζεται με τη θρησκεία».[8] Από την άλλη, οι αθεϊστές επιστήμονες Ρίτσαρντ Ντόκινς[9], Χάρρυ Κρότο[10] και Τζέρυ Κόυν το έχουν επικρίνει επειδή «θολώνει το καλώς καθορισμένο σύνορο της θρησκείας με την επιστήμη» και επειδή απονέμεται «σε θετικούς επιστήμονες που είτε είναι οι ίδιοι θρήσκοι, είτε λένε καλά λόγια για τη θρησκεία»[11], επιχειρήματα που αντέκρουσε ο τιμημένος με το Βραβείο (2011) Μάρτιν Ρης, που είπε ότι ο ίδιος και άλλοι αποδέκτες του είναι άθεοι και ότι οι έρευνές τους σε πεδία όπως η ψυχολογία, η εξελικτική βιολογία και τα οικονομικά δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως «προαγωγή της θρησκείας».[11]