Δόγμα
αρχή ή σύνολο αρχών ορισμένα από μια αυθεντία ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος δόγμα σημαίνει «γνώμη, φρόνημα», ενώ στην αρχαιότητα σήμαινε επίσης «απόφαση, κρίση», «έννοια» και «εντολή, διαταγή». Είναι δυνατόν να αφορά μια θεμελιώδη αρχή ενός φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συστήματος ή να περιγράφει το σύνολο των δοξασιών μιας θρησκευτικής πίστης, το οποίο οι οπαδοί της αποδέχονται ως αληθινό και αναμφισβήτητο. Στην πολιτική, περιγράφει τη θεμελιώδη καταστατική αρχή ενός πολιτικού κόμματος ή παράταξης.[1] Στον εκκλησιαστικό χώρο, δόγμα είναι η απόφαση που λαμβάνεται σε θέματα πίστης και η οποία γίνεται γενικά παραδεκτή από το σύνολο των πιστών. Στην αρχαιότητα, ο όρος περιέγραφε τη νομοθετική απόφαση τής ρωμαϊκής συγκλήτου, τις εντολές τού ιουδαϊκού νόμου και μεταγενέστερα τις αποφάσεις της ιεράς συνόδου.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |