Ιονίζουσα ακτινοβολία
Ιονίζουσα ακτινοβολία είναι ακτινοβολία που μεταφέρει αρκετή ενέργεια ώστε να απελευθερώσει ηλεκτρόνια από άτομα ή μόρια, ιονίζοντας τα σ / From Wikipedia, the free encyclopedia
H ιονίζουσα ή ιοντίζουσα ακτινοβολία (ionising ή ionizing radiation) συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής ακτινοβολίας, αποτελείται από υποατομικά σωματίδια ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα που έχουν επαρκή ενέργεια για να ιονίσουν άτομα ή μόρια αποσπώντας ηλεκτρόνια από αυτά.[1] Ορισμένα σωματίδια μπορούν να ταξιδέψουν έως και το 99% της ταχύτητας του φωτός και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα βρίσκονται στο τμήμα υψηλής ενέργειας του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Οι ακτίνες γ, οι ακτίνες Χ και το υψηλότερης ενέργειας τμήμα της ακτινοβολίας του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος είναι ιονίζουσα ακτινοβολία, ενώ το χαμηλότερης ενέργειας υπεριώδες, το ορατό φως, σχεδόν όλοι οι τύποι φωτός λέιζερ, το υπέρυθρο, τα μικροκύματα και τα ραδιοκύματα είναι μη ιονίζουσα ακτινοβολία. Το όριο μεταξύ ιονίζουσας και μη ιονίζουσας ακτινοβολίας στην υπεριώδη περιοχή δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, καθώς διαφορετικά μόρια και άτομα ιονίζονται σε διαφορετικές ενέργειες. Η ενέργεια της ιονίζουσας ακτινοβολίας ξεκινά μεταξύ 10 ηλεκτρονιοβόλτs (eV) και 33 eV. Τα τυπικά υποατομικά σωματίδια ιονισμού περιλαμβάνουν τα σωματίδια άλφα, σωματίδια βήτα και τα νετρόνια. Αυτά δημιουργούνται συνήθως από ραδιενεργή διάσπαση και σχεδόν όλα είναι αρκετά ενεργητικά ώστε να ιονίζονται. Υπάρχουν επίσης δευτερεύοντα κοσμικά σωματίδια που παράγονται μετά την αλληλεπίδραση με κοσμικές ακτίνες με την ατμόσφαιρα της Γης, συμπεριλαμβανομένων των μιονίων, των μεσονίων και των ποζιτρονίων.[2][3] Οι κοσμικές ακτίνες μπορεί επίσης να παράγουν ραδιοϊσότοπα στη Γη (για παράδειγμα, άνθρακα-14), τα οποία με τη σειρά τους διασπώνται και εκπέμπουν ιοντίζουσα ακτινοβολία. Οι κοσμικές ακτίνες και η διάσπαση των ραδιενεργών ισότοπων είναι οι κύριες πηγές φυσικής ιονίζουσας ακτινοβολίας στη Γη, συμβάλλοντας στην ακτινοβολία υποβάθρου. Η ιονίζουσα ακτινοβολία παράγεται επίσης τεχνητά από σωλήνες ακτίνων Χ, επιταχυντές σωματιδίων και πυρηνική σχάση. Η ιονίζουσα ακτινοβολία δεν είναι άμεσα ανιχνεύσιμη από τις ανθρώπινες αισθήσεις, επομένως όργανα όπως μετρητές Γκάιγκερ χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση και τη μέτρησή της. Ωστόσο, τα σωματίδια πολύ υψηλής ενέργειας μπορούν να παράγουν ορατές επιδράσεις τόσο στην οργανική όσο και στην ανόργανη ύλη (π.χ. φωτισμός νερού στην ακτινοβολία Τσερενκόφ) ή στον άνθρωπο (π.χ. οξύ σύνδρομο ακτινοβολίας (acute radiation syndrome)).[4] Η ιονίζουσα ακτινοβολία χρησιμοποιείται σε μεγάλη ποικιλία πεδίων όπως ιατρική, πυρηνική ενέργεια, έρευνα και βιομηχανική παραγωγή, αλλά παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα κατά της υπερβολικής έκθεσης. Η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία προκαλεί κυτταρική βλάβη σε ζωντανούς ιστούς και βλάβες οργάνων. Σε υψηλές οξείες δόσεις, θα έχει ως αποτέλεσμα εγκαύματα από ακτινοβολία (radiation burns) και ασθένεια από ραδιενέργεια και οι δόσεις χαμηλότερου επιπέδου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο.[5][6]. Η Διεθνής Επιτροπή Ακτινολογικής Προστασίας (International Commission on Radiological Protection, ICRP) εκδίδει οδηγίες για την προστασία από ιονίζουσες ακτινοβολίες και τις επιπτώσεις της πρόσληψης δόσης στην ανθρώπινη υγεία.