Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952 (Νοέμβριος 1952 – Οκτώβριος 1955) σχηματίστηκε μετά την νίκη του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952.
Εξαιτίας της αλλαγής του εκλογικού συστήματος, ο Ελληνικός Συναγερμός κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη πλειοψηφία στην Βουλή και έτσι να κυβερνήσει ανεμπόδιστα για σχεδόν τέσσερα χρόνια, διάστημα πρωτόγνωρο για την μέχρι τότε πολιτική ζωή της χώρας.
Έχοντας ως προτεραιότητα την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, και με κύριο μοχλό, τον Υπουργό Συντονισμού, Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, επεδίωξε την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ενισχύοντας τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, και ρυθμίζοντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Σε αυτήν την κατεύθυνση, αρχές του 1953 η κυβέρνηση ανακοίνωσε την συγχώνευση της ιδιωτικής «Τράπεζας Αθηνών» με την «Εθνική Τράπεζα», δημιουργώντας τον μεγαλύτερο πιστωτικό οργανισμό στην Ελλάδα, που θα προωθούσε την ανάπτυξη της χώρας σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης. Την άνοιξη του 1953, έγινε περίφημη υποτίμηση της δραχμής κατά 50% καθώς και η πλήρης απελευθέρωση των εισαγωγών.
Βασιλευομένη Δημοκρατία | |
Ημερομηνία σχηματισμού | 19 Νοεμβρίου 1952 |
---|---|
Ημερομηνία διάλυσης | 6 Οκτωβρίου 1955 |
Πρόσωπα και δομές | |
Αρχηγός Κράτους | Παύλος Α΄ της Ελλάδας |
Πρόεδρος Κυβέρνησης | Αλέξανδρος Παπάγος |
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης | Παναγιώτης Κανελλόπουλος (από 15 Δεκεμβρίου 1954) - Στέφανος Χ. Στεφανόπουλος (από 15 Δεκεμβρίου 1954) |
Συνολικός αριθμός Μελών | 50 |
Συμμετέχοντα κόμματα | Ελληνικός Συναγερμός |
Κατάσταση στο νομοθετικό σώμα | Κυβέρνηση πλειοψηφίας 247 / 300 (82%) |
Αξιωματική Αντιπολίτευση | Ένωσις Κομμάτων Ε.Π.Ε.Κ.-Φιλελευθέρων |
Αρχηγός Αξιωματικής Αντιπολίτευσης | Νικόλαος Πλαστήρας - Σοφοκλής Βενιζέλος |
Ιστορία | |
Εκλογές | Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1952 |
Θητεία νομοθετικού σώματος | 12 Δεκεμβρίου 1952 - 11 Ιανουαρίου 1956 (Γ κοινοβουλευτική περίοδος)[1] |
Προηγούμενη | Υπηρεσιακή κυβέρνηση Δημητρίου Κιουσόπουλου 1952 |
Διάδοχη | Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1955 |
Την υποτίμηση της δραχμής ανήγγειλε ο Μαρκεζίνης μέσω ραδιοφωνικού μηνύματος προς τον Ελληνικό λαό: «Αναγγέλω προς τον ελληνικόν λαόν βαρύσημαντον απόφασιν της κυβερνήσεως. Από της ώρας ταύτης, 9ης εσπερινής της 9ης Απριλίου η επίσημος σχέσις της τιμής της δραχμής με την τιμήν του δολλαρίου καθορίζεται εις 30.000 δραχμές εν δολλάριον. Αντιστοίχως δε προς την σχέσιν αυτήν καθορίζονται και αι τιμαί όλων των άλλων ξένων νομισμάτων. Η απόφασις αυτή λαμβάνεται με την ομόφωνον γνώμην της Νομισματικής Επιτροπής καθώς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.» [2]
Η κίνηση αυτή, όπως υπέδειξε ο Υπουργός Συντονισμού σε ομιλία του στην Βουλή τον Νοέμβριο του 1953 είχε αποδειχτεί άκρως ευεργετική για το ισοζύγιο των εξωτερικών πληρωμών, την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, τις εξαγωγές, τα συναλλαγματικά έσοδα από τους άδηλους πόρους, και την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων προς τις τράπεζες. [3] Τους ισχυρισμούς του Μαρκεζίνη επιβεβαίωσαν και τα οικονομικά στοιχεία που έδωσε η Τράπεζα της Ελλάδας για το 1953: αύξηση του ΑΕΠ κατά 14,5% , αύξηση στην βιομηχανική παραγωγή κατά 12,6%, αύξηση των άδηλων πόρων από 74,4 εκ. δολλάρια το 1952, σε 107, 8 εκ, δολλάρια το 1953, αύξηση των εξαγωγών, μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.[4]
Πολλοί ιστορικοί επιμένουν ωστόσο στην άποψη ότι τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν βοήθησαν τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού, αλλά μόνο τους επιχειρηματίες. Ενδεικτική αυτή της οπτικής είναι η γνώμη του καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου που έγραψε ότι «...οι μισθοί ιδία των δημοσίων υπαλλήλων και μιας μεγάλης κατηγορίας των ιδιωτικών είναι πλέον ανεπαρκείς και δεν εξασφαλίζουν την στοιχειώδη διαβίωσιν, ενώ η μεγάλη μάζα του λαού στερείται των στοιχειωδών μέσων από απόψεως διατροφής, ιματισμού και κατοικίας». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στις αρχές του 1954 το υπουργείο Πρόνοιας, 2.420.535 άτομα είχαν πιστοποιητικό απορίας. Από αυτούς, οι 1.793.545 χαρακτηρίζονταν άποροι α` κατηγορίας, δηλ. είχαν εισόδημα ως 120 δραχμές το μήνα (120.000 της εποχής εκείνης).Εξάλλου, σε 500.000 υπολογιζόταν τότε ο αριθμός των φυματικών ασφαλισμένων του ΙΚΑ. Οι έμμεσοι φόροι, που έπλητταν τους μισθωτούς, έφτασαν το 82% του συνόλου της φορολογίας.»[5]
Το Κυπριακό ήταν ένα άλλο μείζον θέμα που η κυβέρνηση κλήθηκε να χειριστεί. Η κυβέρνηση Παπάγου ήταν η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που ζήτησε -χωρίς όμως επιτυχία - την διεθνοποίηση του ζητήματος, καλώντας τον ΟΗΕ να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο. Οι προσφυγές της Ελλάδας, το 1954 και το 1955 δεν στέφθηκαν με επιτυχία όμως καθώς κανένα σχεδόν μέλος του Οργανισμού δεν ήταν διατεθειμένο να συζητήσει για αλλαγή του καθεστώτος στην Κύπρο. [6]
Από τις αρχές του 1955 η υγεία του Πρωθυπουργού άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της αναζωπύρωσης παλαιάς φυματίωσης, και κάθε μήνας που περνούσε τον έφερνε όλο και πιο κοντά στο θάνατο. Το πρωί της 4ης Οκτωβρίου 1955 - της ημέρας που θα πέθαινε - όρισε αναπληρωτή Πρωθυπουργό και ουσιαστικά διάδοχό του, τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Όμως, ο βασιλιάς Παύλος, είχε άλλη γνώμη, και παρεμβαίνοντας δυναμικά στην πολιτική σκηνή, δίνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.[7]