Μεσαιωνική ελληνική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μεσαιωνική Ελληνική είναι η γλωσσική περίοδος που περιγράφεται και ως η πέμπτη χρονική περίοδος της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Η περίοδος αυτή τυπικά αρχίζει κατά τον 12ο αιώνα, οπότε και εμφανίζονται κείμενα της μεσαιωνικής δημώδους Ελληνικής και τελειώνει περίπου το 1700 μ.Χ., σε μια περίοδο έντονων πολιτιστικών αλλαγών. Ως πρόγονος της μεσαιωνικής κοινής θεωρείται η Κοινή[1] και απόγονος της η Νέα Ελληνική. Κατά τον γλωσσολόγο Γεώργιο Μπαμπινιώτη, η περίοδος της είναι ευρύτερη, με τις απαρχές της στον 6ο αιώνα και το τέλος της στον 19ο, ενώ διακρίνει τρεις υποπεριόδους στην εξέλιξη της Μεσαιωνικής Ελληνικής: Πρώιμη Βυζαντινή (6ος – 12ος αι.), Όψιμη Βυζαντινή (12ος – 15ος αι.) και Μεταβυζαντινή (15ος – 19ος αι.). Η πρώτη υποπερίοδος έχει σημαντικό σημείο αναφοράς επί βασιλείας Ηρακλείου, ο οποίος και καθιερώνει την Ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κράτους αντί της Λατινικής. Η Δεύτερη υποπερίοδος τοποθετείται συνήθως τον 13ο αι. οπότε αρχίζουν να δημιουργούνται οι νεοελληνικές διάλεκτοι ως αποτέλεσμα της πολιτικής διάσπασης του βυζαντινού κράτους το 1204· την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται σποραδικά η δημώδης γλώσσα στη λογοτεχνία. Η Τρίτη υποπερίοδος ξεκινά συμβατικά με την υποταγή του κράτους στους Τούρκους έπειτα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 · αυτό το διάστημα χαρακτηρίζεται από την πτώση της στάθμης της γλωσσικής επικοινωνίας λόγω της καταπίεσης του κατακτητή και την ανυπαρξία οργανωμένης σχολικής παιδείας. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται με την ανάπτυξη τοπικών λογοτεχνιών (Κρητικής, Κυπριακής, Ροδιακής, Επτανησιακής) γραμμένων στις τοπικές διαλέκτους.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |