Ουτοπία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ελληνική λέξη ουτοπία (σύνθετη από το αρνητικό μόριο ου {ουκ} και το ουσιαστικό τόπος - τόπος ανύπαρκτος) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1516 και ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου γραμμένου από τον Άγγλο ουμανιστή φιλόσοφο Τόμας Μορ (Thomas More). Με τον όρο ουτοπία ο Μορ περιέγραφε έναν ιδανικό τόπο και τρόπο πολιτικής συμβίωσης, ένα απομονωμένο νησί με τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Έκτοτε, η λέξη χρησιμοποιήθηκε τόσο στην πολιτική φιλοσοφία για να περιγράψει τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ιδανικής ανθρώπινης συμβίωσης, όσο και στη λογοτεχνία για να περιγράψει φανταστικούς τέλειους κόσμους (ευ-τοπίες). Στη λογοτεχνία, εξάλλου, συχνά περιγράφονται και φανταστικές κοινωνίες εντελώς αντίθετες από τις ουτοπικές, κοινωνίες απάνθρωπες, που συνήθως τοποθετούνται στο μέλλον και ονομάζονται δυσ-τοπίες. Στον κινηματογράφο, από τις πιο διάσημες δυστοπικές ταινίες είναι η ταινία Blade Runner και η τριλογία The Matrix.
Εκτός από τις πολιτικές και τις λογοτεχνικές ουτοπίες, μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ουτοπίες τεχνολογικές, οικονομικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, οικολογικές κ.λπ.., αλλά και για τις έμπρακτες ουτοπίες της εποχής μας[1], καθώς και των προηγούμενων ιστορικών εποχών[2][3].
Να επισημάνουμε ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την ουτοπία με την χίμαιρα, όπως συχνά γινόταν κυρίως στο παρελθόν για λόγους σκοπιμοτήτων.
Ειδικότερα στην πολιτική φιλοσοφία τα περιεχόμενα της ουτοπίας εμπεριέχουν κυρίως το στοιχείο της κατεύθυνσης. Δείχνουν προς τα που είναι αναγκαίο (ανθρωποκεντρικά) να κατευθυνθεί μια Πολιτεία, μια κοινότητα ανθρώπων, ένα κοινωνικό πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων (και επάνω σε τι είδους βάσεις), κ.ά. Αντίθετα, η χίμαιρα υποδηλώνει κάτι το ανέφικτο και το καταστροφικό.