Παραλογισμός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με την έννοια του Παραλογισμού, ασχολήθηκε από τον Γ΄αι.μ,Χ., ο Τερτυλλιανός. [1]Στη φιλοσοφία το «παράλογο», αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης τάσης για την αναζήτηση εγγενούς αξίας και νοήματος στη ζωή απο την μία πλευρά και την ανθρώπινη αδυναμία να τα βρουν από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο παράλογο δεν σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως αδύνατο».[2] Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα.
Κατά συνέπεια, παραλογισμός είναι μια φιλοσοφική σχολή σκέψης η οποία δηλώνει ότι οι προσπάθειες της ανθρωπότητας να βρει εγγενή έννοια τελικά θα αποτύχουν (και ως εκ τούτου είναι παράλογες), διότι ο τεράστιος όγκος πληροφοριών καθώς κι η ευρεία σφαίρα του αγνώστου καθιστούν την απόλυτη πεποίθηση αδύνατη. Ως φιλοσοφικό ρεύμα, ο παραλογισμός διερευνά επιπλέον τη θεμελιώδη φύση του Παραλόγου και το πώς τα άτομα, όταν συνειδητοποιήσουν το Παράλογο, θα πρέπει να ανταποκριθούν. Ο παραλογιστής φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ δήλωσε ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεχτούν την παράλογη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, επίσης, να συνεχίσουν αγέρωχα να αναζητούν νόημα και να συνεχίσουν να εξερευνούν.[3]
Ο παραλογισμός μοιράζεται ορισμένες έννοιες, και ένα κοινό θεωρητικό πρότυπο με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Έχει τις ρίζες του στο έργο του Δανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο οποίος επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με το Παράλογο, αναπτύσσοντας τη δική του υπαρξιακή φιλοσοφία.[4] Ο παραλογισμός ως ένα σύστημα πεποιθήσεων γεννήθηκε από το ευρωπαϊκό υπαρξιακό κίνημα που ακολούθησε, ειδικά όταν ο Γαλλο-Αλγερινός φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ απέρριψε ορισμένες πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης[5] και δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Μύθος του Σίσυφου. Τον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρείχε το κοινωνικό περιβάλλον που επέτρεπαν την ανάπτυξη παραλογιστικών απόψεων και επέτρεπε τη λαϊκή τους ανάπτυξη, ειδικά στην κατακρεουργημένη χώρα της Γαλλίας.