Ρανιτιδίνη
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ρανιτιδίνη, γνωστή με την ονομασία Zantac μεταξύ άλλων, είναι δραστική χημική ουσία, που ως φάρμακο μειώνει την παραγωγή γαστρικού οξέος. Χρησιμοποιείται συνήθως στη θεραπεία των ελκών του πεπτικού συστήματος, την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και το σύνδρομο Ζόλιγκερ-Έλλισον.[1] Υπάρχουν ενδεικτικά στοιχεία ότι βοηθάει στην κνίδωση.[2] Μπορεί να χορηγηθεί από το στόμα, ενδομυϊκά ή ενδοφλεβίως.[1]
Η ρανιτιδίνη στοχεύει τον ισταμινικό υποδοχέα Η2 (ένας υποδοχέας τύπου 7ΤΜ ο οποίος συμμετέχει στον έλεγχο της έκκρισης του γαστρικού οξέος)[3], και δρα έτσι εμποδίζοντας την ισταμίνη, μειώνοντας την παραγόμενη ποσότητα γαστρικού οξέος από τα κύτταρα του στομάχου.[1] Συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν πονοκεφάλους και πόνος ή αίσθημα καύσους σε περίπτωσης χορήγησης με ένεσης. Σημαντικές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν ηπατικά προβλήματα, μειωμένο καρδιακό ρυθμό, πνευμονία, ενώ μπορεί να αποκρύψουν την παρουσία καρκίνου του στομάχου.[1] Έχει συσχετιστεί επίσης με αυξημένο κίνδυνο κολίτιδας από το Clostridium difficile.[4] Θεωρείται ασφαλές κατά τη διάρκεια της κύησης.
Η ρανιτιδίνη εφευρέθηκε το 1976 στην Αγγλία και κυκλοφόρησε εμπορικά το 1981.[5] Έχει προστεθεί στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[6] Για το 2017 ήταν το 48ο φάρμακο από πλευράς αριθμού συνταγών στις ΗΠΑ, με περισσότερες από 16 εκατομμύρια συνταγές.[7][8]
Το Σεπτέμβριο του 2019, η καρκινογόνος ουσία, Ν-νιτροσοδιμεθυλαμίνη (NDMA) ανακαλύφθηκε σε χαμηλές ποσότητες σε σκευάσματα ρανιτιδίνης από διάφορους κατασκευαστές, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του.[9][10][11] Τον Απρίλιο του 2020 αποσύρθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η διάθεσή του σταμάτησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Αυστραλία λόγω ανησυχίας για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια.[12][13][14]