Σάκο και Βαντσέτι
Διάσημη δίκη και καταδίκη σε θάνατο δυο αναρχικών στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920 / From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Νικόλα Σάκο (Nicola Sacco) (1891 - 1927) και Μπαρτολομέο Βαντσέτι (Bartolomeo Vanzetti) (1888 - 1927) ήταν Αμερικανοί αναρχικοί ιταλικής καταγωγής, που καταδικάστηκαν σε θάνατο κατηγορούμενοι για τους φόνους δυο ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας ληστείας, το 1920. Η υπόθεσή τους από τότε, γνώρισε ένα τεράστιο παγκόσμιο κύμα συμπαράστασης, αφού ήταν εμφανές ότι υπήρξαν θύματα κακοδικίας και ότι τους επεβλήθη η θανατική ποινή εξαιτίας της πολιτικής ιδεολογίας τους αν και ήταν αθώοι του εγκλήματος για το οποίο κατηγορούνταν.[1][2]
Στις 15 Απριλίου του 1920, δυο υπάλληλοι χρηματαποστολής πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν στην οδό Περλ (Pearl Street) στο Νότιο Μπρέιντρι (South Braintree) της Μασαχουσέτης, με σκοπό την κλοπή των δυο ξύλινων χρηματοκιβωτίων που κρατούσαν, τα οποία περιείχαν 15.776,51 δολλάρια. Αυτά είναι τα μόνα αδιαμφισβήτητα περιστατικά που έλαβαν χώρα και που αποδείχτηκαν πέραν πάσης αμφιβολίας.[3]
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1920 παραπέμφθηκαν σε δίκη, οι γνωστοί στην αστυνομία αναρχικοί, Νίκολα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι, στους οποίους και αποδόθηκαν οι κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση εναντίον των δυο υπαλλήλων. Η εκδίκαση της υπόθεσης «Κοινοπολιτεία εναντίον των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι» («Commonwealth v. Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti») έλαβε χώρα στο ορκωτό Δικαστήριο του Ντένταμ (Dedham) της Μασαχουσέτης, το οποίο στις 14 Ιουλίου του 1921 και μετά από ομοφωνία των ενόρκων κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους ανθρωποκτονίας πρώτου βαθμού και τους καταδίκασε σε θάνατο.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα υποβληθούν πληθώρα προσφυγών και αιτήσεων επανεξέτασης της δικαστικής διαδικασίας αφού όπως υποστήριζαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων διαπράχτηκε κακοδικία. Ωστόσο κανένα αίτημα δεν έγινε αποδεκτό, ούτε καν και η έσχατη αίτηση προς τον Κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Άλβαν Τ. Φούλερ (Alvan T. Fuller), για μείωση έστω της ποινής έγινε αποδεκτή. Ο Κυβερνήτης διόρισε ειδική τριμελής Επιτροπή Επανεξέτασης, τον Ιούνιο του 1927 που αποτελείτο από δυο Πρυτάνεις μεγάλων Πανεπιστημίων και έναν τέως Δικαστή, η οποία εξέτασε τη δικογραφία και αποφάνθηκε ότι η δίκη ήταν δίκαιη και οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι «πέραν εύλογων αμφιβολιών».
Στις 23 Αυγούστου του 1927, στις 12:00 τα μεσάνυχτα οι κρατούμενοι στη φυλακή Τσαρλστάουν της Βοστώνης, καταδικασθέντες Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι, οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα όπου και εκτελέστηκαν.
Τον Ιούλιο του 1977 ο τότε Κυβερνήτης της Μασσαχουσέτης, Μάικλ Δουκάκης - έπειτα από ενδελεχή ανάγνωση των αρχείων της δίκης από τη νομική ομάδα της Πολιτείας - αποκατέστησε την αλήθεια, αναγνωρίζοντας τη δικαστική πλάνη και επιβεβαιώνοντας την αθωότητα των κατηγορουμένων. Μάλιστα, ονόμασε την 23η Αυγούστου 1977 «Ημέρα μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι».[4]
Η «Υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι» όπως έμεινε στην ιστορία, προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης παγκοσμίως, όλα αυτά τα χρόνια που διήρκεσε, αλλά και τα κατοπινά, μέχρι ακόμα και σήμερα, αφού έχουν αποδοθεί στο αμερικανικό κράτος, πλείστες όσες κατηγορίες. Ενδεικτική είναι η γνώμη του ιστορικού Χάουαρντ Ζιν : «Πιστεύω ότι η σημασία της υπόθεσης των Σάκο και Βαντσέτι βρίσκεται στο γεγονός ότι διεξήχθη αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ακόμα η χώρα ζούσε σε μια ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο πόλεμος. Ήταν μια ατμόσφαιρα στην οποία υπήρχε μια κυβέρνηση που κυνηγούσε ριζοσπάστες… Στην πραγματικότητα, η δίκη έγινε αμέσως μετά την Εθνική Ημέρα Μνήμης. Η μέρα εκείνη αποτελούσε μια περίσταση για την επίδειξη πατριωτικού ζήλου και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας συγκεκριμένης κουλτούρας που υπήρχε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οπότε το σημαντικό πράγμα στην υπόθεσή τους δεν ήταν στ’ αλήθεια το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής τους – κάτι που σίγουρα δεν επιλύθηκε με τη δίκη τους και δεν ξέρω αν θα επιλυθεί ποτέ• το σημαντικότερο ήταν ότι αποκάλυψε τη φύση του δικαστικού συστήματος των ΗΠΑ, ένα σύστημα δικαιοσύνης που πάντα υπήρξε άδικο για τους ξένους, άδικο για τους φτωχούς, άδικο για τους ριζοσπάστες και το οποίο γίνεται ιδιαίτερα σκληρό σε περιόδους πολέμου, σε περιόδους μιας στρατοκρατούμενης ατμόσφαιρας». [5]