Κατάλογος Σουλτάνων της Ζανζιβάρης
κατάλογος εγχειρήματος Wikimedia / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το αξίωμα του Σουλτάνου της Ζανζιβάρης δημιουργήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1856 μετά τον θάνατο του Σαΐντ ιμπν Σουλτάν ο οποίος κυβέρνησε το Ομάν και τη Ζανζιβάρη ως Σουλτάνος του Ομάν από το 1804. Οι Σουλτάνοι της Ζανζιβάρης ήταν κλάδος της Δυναστείας Αλ Μπου Σαΐντ του Ομάν.
Το 1698 η Ζανζιβάρη έγινε τμήμα των υπερπόντιων κτήσεων του Ομάν, περνώντας στον έλεγχο του Σουλτάνου του Ομάν. Οι Άραβες εγκατέστησαν φρουρές στην Ζανζιβάρη (Ουνγκούτζα), την Πέμπα και την Κίλβα. Το 1832[1] ή το 1840,[2] η χρονολογία διαφέρει στις πηγές, ο Σαΐντ ιμπν Σουλτάν μετέφερε την πρωτεύουσά του από το Μουσκάτ του Ομάν στην Λίθινη Πόλη στην Ζανζιβάρη. Εγκαθίδρυσε μια άρχουσα αραβική ελίτ και ενθάρρυνε την ανάπτυξη φυτειών σκόρδου, χρησιμοποιώντας ιθαγενείς σκλάβους.[3] Ο έλεγχος του Ζανζιβαρινού εμπορίου σταδιακά έπεσε στον έλεγχο εμπόρων από την Ινδική υποήπειρο, τους οποίους ο Σαΐντ ενθάρρυνε να εγκατασταθούν στο νησί. Μετά τον θάνατό του το 1856, δύο από τους γιους του, ο Ματζίντ ιμπν Σαΐντ και ο Θουγουαΐνι ιμπν Σαΐντ, ανταγωνίστηκαν για την διαδοχή του. Η Ζανζιβάρη και το Ομάν χωρίστηκαν σε δύο πριγκηπάτα. Ο Ματζίντ έγινε Σουλτάνος της Ζανζιβάρης ενώ ο Θουγουαΐνι έγινε Σουλτάνος του Ομάν.[4] Κατά την διάρκεια της 14χρονης βασιλείας του ως σουλτάνος, ο Ματζίντ εδραίωσε την εξουσία του στο δουλεμπόριο της Ανατολικής Αφρικής. Ο διάδοχός του, Μπαργκάς ιμπν Σαΐντ βοήθησε στην κατάργηση του δουλεμπορίου και ανέπτυξε τις υποδομές της χώρας του.[5] Ο Τρίτος σουλτάνος, Χαλιφάχ μπιν Σαΐντ, έκανε περαιτέρω προόδους στην κατάργηση της δουλείας.[6]
Μέχρι το 1886 ο Σουλτάνος της Ζανζιβάρης έλεγχε ένα σημαντικό τμήμα της ανατολικής αφρικανικής ακτής, γνωστής ως Ζαντζ, καθώς και εμπορικές διαδρομές που εκτείνονταν παραπέρα κατα μήκος της ηπείρου, μέχρι το Κίντου στον ποταμό Κονγκό. Εκείνη την χρονιά η Βρετανοί και οι Γερμανοί σε μυστική συνάντηση επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του σουλτάνου στην περιοχή. Στα επόμενα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος από τις ηπειρωτικές κτίσεις του σουλτανάτου κατακτήθηκαν από ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Με την υπογραφή της Συνθήκης Χέλιγκολαντ-Ζανζιβάρης το 1890 κατά την βασιλεία του Αλί ιμπν Σαΐντ, η Ζανζιβάρη έγινε βρετανικό προτεκτοράτο.[7] Τον Αύγουστο του 1896, η Βρετανία και η Ζανζιβάρη πολέμησαν ένα πόλεμο 38 λεπτών, τον συντομότερο της καταγεγραμμένης ιστορίας, αφού ο Χαλίντ ιμπν Μπαργκάς κατέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του Χαμίντ ιμν Θουγουαΐνι. Οι Βρετανοί απαίτησαν να γίνει σουλτάνος ο Χαμούντ μπιν Μοχάμεντ, πιστεύοντας ότι θα ήταν ευκολότερη η συνεργασία μαζί του. Οι Βρετανοί έδωσαν περιθώριο μίας ώρας στον Χαλίντ για να εκκενώσει το παλάτι στην Λίθινη Πόλη (Stone Town). Ο Χαλίντ δεν υπάκουσε αλλά αντιθέτως συγκέντρωσε 2.800 άνδρες για να πολεμήσει τους Βρετανούς. Οι Βρετανοί βομβάρδισαν το παλάτι και επιτέθηκαν. Ο Χαλίντ υποχώρησε και διέφυγε στο εξωτερικό ενώ ανέβηκε στον θρόνο ο Χαμούντ.[8]
Τον Δεκέμβριο του 1963 παραχωρήθηκε ανεξαρτησία στην Ζανζιβάρη από το Ηνωμένο Βασίλειο και έγινε συνταγματική μοναρχία υπό τον σουλτάνο.[9] Ο σουλτάνος Τζαμσίντ ιμπν Αμπντουλάχ ανατράπηκε ένα μήνα αργότερα κατά την Ζανζιβαρινή Επανάσταση.[10] Ο Τζαμσίντ διέφυγε και το σουλτανάτο αντικαταστάθηκε από την Δημοκρατία της Ζανζιβάρης και της Πέμπα. Τον Απρίλιο του 1964 η δημοκρατία ενώθηκε με την Τανγκανίκα για τον σχηματισμό της Ηνωμένης Δημοκρατίας της Τανγκανίκας και της Ζανζιβάρης, η οποία έγινε γνωστή ως Τανζανία έξι μήνες αργότερα.[2]