Σύφιλη
σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προσβάλλει άνδρες και γυναίκες και προκαλείται από το βακτήριο Treponema pallidum ή ωχρά σπειροχαίτη. Η βασική οδός μετάδοσης είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής. Μπορεί, επίσης, να μεταδοθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τον τοκετό, που έχει ως αποτέλεσμα τη συγγενή σύφιλη. Άλλες ανθρώπινες νόσοι που προκαλούνται από την συγγενική ωχρά σπειροχαίτη περιλαμβάνουν το τροπικό θήλωμα, την πίντα, και την ενδημική σύφιλη.
Σύφιλη | |
---|---|
Ηλεκτρονική μικρογραφία του Treponema pallidum | |
Ειδικότητα | λοιμωξιολογία και δερματολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | A50-A53 |
ICD-9 | 090-097 |
DiseasesDB | 29054 |
MedlinePlus | 001327 |
eMedicine | med/2224 emerg/563 derm/413 |
MeSH | D013587 |
Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα της σύφιλης ποικίλουν, ανάλογα με το σε ποιο από τα τέσσερα στάδια εμφανίζεται (πρωτογενής, δευτερογενής, λανθάνουσα και τριτογενής). Το αρχικό στάδιο κλασικά εμφανίζεται με ένα απλό συφιλιδικό έλκος (ένα διαρκές, ανώδυνο, χωρίς φαγούρα, δερματικό έλκος), η δευτερογενής σύφιλη με ένα διάχυτο εξάνθημα που συχνά προσβάλλει τις παλάμες των χεριών και τα πέλματα των ποδιών, η λανθάνουσα σύφιλη με ελάχιστα έως καθόλου συμπτώματα, και η τριτογενής σύφιλη με κομμίωμα, νευρολογικά ή καρδιακά συμπτώματα. Ωστόσο έχει χαρακτηριστεί ως "ο μέγιστος μιμητής" χάρη στις συχνές άτυπες εμφανίσεις της. Η διάγνωση γίνεται συνήθως μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Εντούτοις, τo βακτήριo μπορεί επίσης να ανιχνευθεί και στο μικροσκόπιο. Η σύφιλη μπορεί να θεραπευτεί (στα πρώτα στάδια μάλιστα εύκολα) αποτελεσματικά με αντιβιοτικά, ειδικότερα η προτιμώμενη ενδομυϊκή πενικιλίνη G (που χορηγείται ενδομυϊκά για τη νευρική σύφιλη), ή άλλως η κεφτριαξόνη, και σε όσους πάσχουν από σοβαρή αλλεργία στην πενικιλίνη, από του στόματος δοξυκυκλίνη ή αζυθρομυκίνη.
Εκτιμάται πως το 1999 η σύφιλη είχε προσβάλει 12 εκατομμύρια ανθρώπους, με περισσότερο από το 90% των περιστατικών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μετά τη δραματική μείωση από την στιγμή της ευρείας διάδοσης της πενικιλίνης τη δεκαετία του ’40, οι ρυθμοί μόλυνσης αυξήθηκαν σε πολλές χώρες από την αλλαγή της χιλιετίας, συχνά σε συνδυασμό με τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Αυτό εν μέρει αποδόθηκε στη συχνή εναλλαγή σεξουαλικών συντρόφων, στις μη ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές μεταξύ των ανθρώπων, καθώς και με την αύξηση της πορνείας και τη μειωμένη χρήση προφυλακτικών.[1][2][3]