Υπόθεση Μονής Βατοπεδίου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η υπόθεση Μονής Βατοπεδίου αφορά μια σειρά ανταλλαγών ακινήτων, εκτάσεων και οικοπέδων, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (η οποία είναι ΝΠΔΔ),[1] με φερόμενο (κατά την κατηγορία) απώτερο σκοπό να περιέλθουν αυτά, μέσω της μονής, σε συγκεκριμένες υπεράκτιες εταιρείες. Στις 21 Μαρτίου 2017 μετά από απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αθωώθηκαν οι 14 εμπλεκόμενοι δημόσιοι λειτουργοί ή ιδιώτες μη πολιτικά πρόσωπα. Υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων είχε ταχθεί και η εισαγγελέας της έδρας Βασιλική Κρίνα, η οποία είχε προτείνει την απαλλαγή τους ελλείψει δόλου από κάθε κατηγορία.[2]
Ειδικά για τους μοναχούς η εισαγγελέας είχε πει πως δεν θεωρούσαν πως διαπράττουν καμία αξιόποινη πράξη αφού πιστεύουν ότι η λίμνη Βιστωνίδα ανήκει στη μονή, ενώ για όλους τους κατηγορουμένους η εισαγγελέας είχε τονίσει ότι «δεν προέκυψε από τη μακρά διαδικασία ούτε δόλος ούτε τέλεση αξιόποινης πράξης όπως απιστία, απάτη, ψευδορκία, ξέπλυμα μαύρου χρήματος».
Αναφορικά με τους κρατικούς υπαλλήλους είχε πει ότι θεωρούσαν ότι ουσιαστικά εκτελούσαν κυβερνητικές αποφάσεις και «ως εκ τούτου ήταν πεπεισμένοι ότι εκτελούσαν σύννομες ενέργειες».[3]