Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) είναι μια κατηγορία φαρμάκων που μειώνει τον πόνο, ελαττώνει τον πυρετό, αποτρέπει τους θρόμβου / From Wikipedia, the free encyclopedia
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) ( Nonsteroidal anti-inflammatory drugs ή NSAIDs) είναι μια κατηγορία φαρμάκων που μειώνει τον πόνο, ελαττώνει τον πυρετό, αποτρέπει τους θρόμβους αίματος και σε μεγαλύτερες δόσεις, μικραίνει φλεγμονές. Οι παρενέργειες εξαρτώνται από το συγκεκριμένο φάρμακο, αλλά περιλαμβάνει κυρίως αυξημένο κίνδυνο γαστρεντερικών ελκών και αιμορραγιών, έμφραγμα του μυοκαρδίου και νεφροπάθεια.[1][2]
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα | |
---|---|
Τάξη φαρμάκου | |
Συνώνυμα | Μη στεροειδείς αντιφλεγμονώδεις παράγοντες/αναλγητικά (NSAIAs) |
Χρήση | Πόνος, πυρετός, φλεγμονή, θρόμβωση |
Κωδικός ATC | M01A |
Μηχανισμός δράσης | Αναστολέας ενζύμου |
Βιολογικός στόχος | COX-1 και COX-2 |
Ο όρος μη στεροειδή διακρίνει αυτά τα φάρμακα από τα στεροειδή, που αν και έχουν μια παρόμοια με εικοσανοειδή, αντιφλεγμονώδη δράση, έχουν πλατύ φάσμα άλλων επιπτώσεων. Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν το 1960 και ο όρος χρησιμοποιείται στη διάκριση αυτών των φαρμάκων από τα στεροειδή, που είχαν στιγματιστεί ιδιαίτερα τότε λόγω της σύνδεσης με τη κατάχρηση των αναβολικών στεροειδών.[3]
Τα NSAIDs δουλεύουν με την καταστολή της δραστικότητας των ενζύμων της κυκλοοξυγενάσης (COX-1 και/ή COX-2]]). Στα κύτταρα, αυτά τα ένζυμα εμπλέκονται στη σύνθεση βασικών βιολογικών μεσολαβητών, συγκεκριμένα των προσταγλανδινών που εμπλέκονται στις φλεγμονές και στις θρομβοξάνες που υπεισέρχονται στην πήξη.
Υπάρχουν δύο τύποι διαθέσιμων ΜΣΑΦ (NSAID): μη επιλεκτικά και επιλεκτικά COX-2.[4] Τα περισσότερα ΜΣΑΦ είναι μη επιλεκτικά και καταστέλλουν τη δραστικότητα και των COX-1 και των COX-2. Αυτά τα ΜΣΑΦ, ενώ μειώνουν τη φλεγμονή, καταστέλλουν επίσης τη συσσωμάτωση αιμοπεταλίων (ιδιαίτερα η ασπιρίνη) και αυξάνουν τον κίνδυνο γαστρεντερικών ελκών/αιμορραγιών.[4] Οι επιλεκτικοί αναστολείς COX-2 έχουν λιγότερες γαστρεντερικές παρενέργειες, αλλά προάγουν τη θρόμβωση και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής. Ως αποτέλεσμα, οι επιλεκτικοί αναστολείς COX-2 αντενδείκνυνται λόγω του υψηλού κινδύνου αδιάγνωστων αγγειακών ασθενειών.[4] Αυτά τα διαφοροποιημένα αποτελέσματα οφείλονται στους διαφορετικούς ρόλους και εντοπισμούς των ιστών κάθε ισοενζύμου COX.[4] Καταστέλλοντας τη φυσιολογική δράση των COX, όλα τα ΜΣΑΦ αυξάνουν τον κίνδυνο νεφρικών ασθενειών[5] και μέσω σχετικού μηχανισμού την καρδιακή προσβολή.[6]
Τα πιο σημαντικά ΜΣΑΦ είναι η ασπιρίνη, η ιβουπροφαίνη και η ναξοπρένη, που όλα τους είναι διαθέσιμα στις περισσότερες χώρες ως μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.[7] Η παρακεταμόλη δεν θεωρείται γενικά ως ΜΣΑΦ, επειδή έχει μόνο δευτερεύουσα αντιφλεγμονώδη δράση. Αντιμετωπίζει τον κίνδυνο κυρίως φράσσοντας τα COX-2 και εμποδίζοντας την επαναπρόσληψη του ενδοκανναβινοειδούς (endocannabinoid) σχεδόν αποκλειστικά στον εγκέφαλο και όχι στο υπόλοιπο σώμα.[8][9]